Σάββατο 8 Ιουνίου 2013

Ο Μάρκος Αυγέρης για τον Γιώργο Κοτζιούλα

Μ. Αυγέρης, Γ. Κοτζιούλας, Γαλάτεια Καζαντζάκη και Ελλη Αλεξίου
(Αρχ. Ελλης Αλεξίου)  

  Οι πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες στην Ελλάδα κι' ο χρόνιος οικονομικός μαρασμός της δεν ευνοούν τις δημιουργικές δραστηριότητες κ' εμποδίζουν την πολιτιστική και πνευματική της ανάπτυξη. Ο λαός στη μεγάλη πλειοψηφία του, φυτοζωεί κι αγωνίζεται για τις στοιχειώδεις ανάγκες του, τα περισσότερα τάλαντα που βγαίνουν από τα σπλάχνα του μαραίνονται μέσα στη βιοπάλη. Απάνω από το μισό του πληθυσμού δεν μπορεί να στείλει τα παιδιά του πέρα από τις τέσσερες πρώτες τάξεις του δημοτικού. Κι' ούτε κι' αυτό. Σαρανταπέντε στους εκατό από τους Έλληνες είναι γι' αυτό ολότελα αγράμματοι. Απ' όλους τους γειτόνους μας μόνο με τους Τούρκους μπορούμε να συγκριθούμε στην αγραμματωσύνη.
    Από τα βάθη μιας τέτιας φτώχειας βγήκε ο Κοτζιούλας, από ένα χωριάτικο σπίτι εκεί στα Τζουμέρκα, όπου πληθυσμοί αφημένοι στο έλεος του Θεού, απάνω σε πετρότοπους, παλαίβουν από γενεές γενεών για ψωμί.
     Η έκφρασή του ήταν τον περισσότερο καιρό συννεφιασμένη, είχε μια ψυχή σφιγμένη και τη σκοτεινή ματιά των ανθρώπων, που ανεμοδέρνονται χρονικίς. Μέσα από δυσκολίες αλογάριαστες κι΄αδιάκοπο μόχτο, ανεβαίνοντας από σκολειό σε σκολειό, κατόρθωσε να φτάσει ως το Πανεπιστήμιο και να πάρει το δίπλωμα του φιλολόγου. Όπως ήταν βαρήκουος δεν μπόρεσε να εξασκήσει το επάγγελμα του δασκάλου. Ήταν δα κι από πολύ νωρίς σημειωμένος για τα κοινωνικά του φρονήματα κι ήταν γι' αυτό από τους καταδικασμένους της πολιτείας.
     Η τύχη του Κοτζιούλα ακολούθησε πιστά τους ίδιους δρόμους με την τύχη του Κρυστάλη, που ήταν από τα ίδια χώματα κ' έζησε κάτω από τις ίδιες συνθήκες. Από τις στερήσεις κι από τη ζωή μέσα στ' ανθυγιεινά υπόγεια των αθηναϊκών τυπογραφείων, όπου περνούσε πολλές ώρες την ημέρα και τη νύχτα σα διορθωτής, έπαθε γρήγορα φυματίωση σαν τον Κρυστάλη. Από κει πέρα η ζωή του πολεμάει με την αρρώστεια πότε στο χειρότερο και πότε στο καλύτερο.
    Κάποτε άκουσα ένα σπουδαίο καθηγητή της ιατρικής στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας, να εξαίρει τα μέσα που διαθέτει σήμερα η επιστήμη στον αντιφυματικό αγώνα της. " Με τα σημερινά μέσα της επιστήμης, έλεγε, πεθαίνουν από τη φυματίωση μόνο οι ανόητοι, που δεν ακολουθούν τις θεραπευτικές οδηγίες των γιατρών ". Ο σοφός αυτός άνθρωπος είχε ξεχάσει τους φτωχούς, που και λίγο να μη δουλέψουν μπορούν να πεθάνουν από την πείνα, κι' αυτοί κ' οι οικογένειές τους. Για τους φτωχούς λόγιους η φροντίδα της πολιτείας κ' η κοινωνική πρόνοια είναι και σήμερα η ίδια σχεδόν, όπως και στα τέλη του περασμένου αιώνα, όταν πάλαιβε με το θάνατο ο Κρυστάλης. Πόσοι σημερινοί και χτεσινοί διαλεχτοί ποιητές δε χάθηκαν στον τόπο μας γρήγορα από την αδυναμία τους ν' αντικρούσουν την αρρώστεια.
      Έχουν πολλά κοινά ψυχικά χαρακτηριστικά κ' οι δυο αυτοί συντοπίτες ποιητές. Μ' όλες τις εχθρικές συνθήκες και τις ταλαιπωρίες της ζωής τους, μείνανε κ' οι δυο τους ως το τέλος αδιάφθοροι κι απλοί, παιδιά του χωριού, απροσάρμοστοι στα τερτίπια της πολιτείας. Έφερναν στην ψυχή τους την αγνή ατμόσφαιρα και την περηφάνεια των βουνών της πατρίδας. Μα οι ομοιότητές τους περιορίζονται ως εδώ. Η ποίηση του Κρυστάλη θρέφεται από τη λαογραφία, ακολουθεί τη μορφή του δημοτικού τραγουδιού κ' επαναλαβαίνει τα μοτίβα του.Μέσα της ακούεται πάντα το πουλί των αγρών, τ' όραμα της ζωής είναι απλό στον Κρυστάλη κ' έχει μια αφέλεια ειδυλλιακή. Αντίθετα η ποίηση του Κοτζιούλα είναι ιδιότυπη, φέρνει την ατομική του σφραγίδα, εκφράζει σύνθετα αισθήματα και νοήματα κ' έχει άλλο βάρος  κι άλλη πυκνότητα. Μ' όλο το αγροτικό ήθος, που ο ποιητής κρατούσε στη ζωή του, δεν είναι αγροτικός στην ποίησή του. Μέσα της ακούονται όλες οι φωνές του σημερινού κόσμου, τα βάσανα κ' οι ελπίδες κ' η ταραχή των ανθρώπων της πολιτείας, όπως κ' οι θύμισες από τη ζωή των αγρών. Η ποίηση αυτή είναι περισσότερο σκυθρωπή, με μια πικρή γέψη της ζωής, με συγκρατημένους δραματικούς τόνους και συχνά , με μια υπόκωφη  οργή για την ευτέλεια και τη φαυλότητα της εποχής. Καθρεφτίζει το ήθος του ποιητή που είναι κλειστό κ' επιφυλαχτικό, δύσπιστο στα χαμόγελα της ζωής και πεισματάρικο μπροστά στους κατατρεγμούς της. Ο Κοτζιούλας ήταν πνεύμα σοβαρό κι' αυστηρό, ήταν φυσικός κι' ατόφιος σα χυμένος στο χαλκό. Κι ο τόνος και το ύφος της ποίησής του καθρεφτίζουν το χαρακτήρα του. Ο λόγος του είναι λιτός και στέρεος, χωρίς επίδειξη, χωρίς στολίδια, ο λυρισμός του συγκρατημένος, η έκφρασή του αποφεύγει το σπάνιο και το πολύτιμο, η φωνή του διαλέγει τους μέσους τόνους, δεν του αρέσουν τα ξεφωνητά κ' οι θεαματικές εκρήξεις. Μ' άνεση κάνει ποίηση την καθημερινή ζωή. Ήταν από τα πιο σταθερά τάλαντα μέσα στους νέους. Κρατούσε τους παλιούς ποιητικούς τρόπους κι ο στίχος του ήταν ανεπιτήδευτος, σα χωριάτης, σφιχτοδεμένος και γερός. Έβλεπε τους νεοτερισμούς και τις εκζητήσεις σαν αισθητικό σνομπισμό. Η ποίηση του Κοτζιούλα είναι από τις πιο ρεαλιστικές, δίνει πάντα την εντύπωση της αλήθειας και της ειλικρίνειας και προβαίνει σα μια δύναμη θετική, ικανή να εκφράσει με πίστη κι' ακρίβεια το κάθετι. Στα πρώτα του τραγούδια δε λείπει και το χαμόγελο, κρατάει το θάρρος του καλά μέσα στην ταπεινωτική του φτώχεια. Κ' ελπίζει, εμπιστεύεται στη δύναμή του και περιμένει πολλά από το μέλλον.

" Τώρα όσο θέλει ας με μουσκεύει η τρύπια σόλα
   κατά τη δόξα μου τραβώ με πείσμα αργό..."

      Κι αλλού περήφανα μιλώντας για τον εαυτό του, λέει με πεποίθηση κ' ελπίδα:

" Θα μολογάνε πως μια μέρα του εικοσιέξη
  για την πρωτεύουσα ξεκίνησα απ' τα γίδια
   και καρτερώντας  πότε η μοίρα θα μού στρέξει
   να παίζω με το στίχο βάλθηκα πιτήδεια.
...........................................................................

  Θα ζήσω πάλι σε μια νέα μακάρια πλάση,
  σαν άστρο του βραδυού πίσω απ' ανάλαφρη άχνα,
  δείχνοντας πού καμιά φορά μπορεί να φτάσει
  παιδί βγαλμένο απ' τα δικά σου, λαέ, τα σπλάχνα".

       Σ' άλλα του ποιήματα ειρωνεύεται την κατάστασή του, το μεθύσι της καρδιάς του, τόσο αταίριαστο με τα τριμμένα ρούχα του. Η ποιότητα της ειρωνείας του, για την αντίθεση της πραγματικότητας με τ' όνειρο, όπως ξεσπάει ξαφνικά σε μια στιγμή που δεν την περιμένει κανείς, θυμίζει την ειρωνεία του Χάινε.

" Ο δρόμος είχε μανταρίνια και μαρούλια
  ο δρόμος ήτανε βρεμένος και στενός.
  Αχ, περπατούσα και στο πλάι μου είχα την πούλια
  την εκαμάρωνεν ο κόσμος κι ο ουρανός.
.................................................................................

  Της λένε πως μοιάζει κάποιας θεάς αρχαίας
  κ΄ εκείνη του χαμογελά αινιγματικά,
  Θε μου από πότε οι συνοδοί μιανής ωραίας
  γυρίζουνε με χαλασμένο το γιακά".

       Η φτώχεια κ' η ζωή των φτωχών είναι από τα κύρια θέματα της ποίησης του Κοτζιούλα. Οι φτωχοί χωριάτες, με τις στερήσεις τους, με τις μικρές χαρές τους και τα παντοτεινά τους βάσανα, με την αιώνια εγκαρτέρηση και την αντοχή τους, γεμίζουν ένα μεγάλο μέρος από τους στίχους του.

" Θέλω να γράψω ένα τραγούδι μ' αντοχή
   και συλλογίζουμαι ολοένα εσάς, φτωχοί,
  σκυφτοί στο γούπατο, για σκόρπιοι στο ριζό,
  με τον καημό σας ανασταίνουμαι και ζω". ( Οι Πρόγονοι)

" Σύρε και μες την πολιτεία πυκνό μελίσσι,
  μα όχι σε σπίτια αρχοντικά, σε χαμοκέλες,
  να ιδείς η φτώχεια τι απιθώνει να δειπνήσει
  και πού πλαγιάζουν οι αχνοπρόσωπες κοπέλλες.
.......................................................................................

  Μπρος σε χιλιάδεςμηχανές ανθρωποφάγες
  μολεύεται απ' τα ίδια χνώτα της η νιότη
  και ρέβουν άθλια οι δύναμές της οι άγιες
  για ξένο λούσο γι' αλλουνού το φαγοπότι...." (Φωνή λαού)

       Μέσα στην ποίηση του Κοτζιούλα, κοντά στην ατομική του ζωή δεμένη πάντα με τη ζωή του λαού, καθρεφτίζονται κ' οι εθνικές περιπέτειες της εποχής του κ' η ιστορική ζωή της χώρας. ΄Εγραψε ορμητικούς στίχους, γεμάτους οργή, για τη διχτατορία και την κατοχή.

" Πίστη ενεργή, ακατάβλητη! Ούτε οι βουρδουλιές,
   ούτε οι βρισιές, των πουλημένων άτιμων τα σάλια,
   δεν ελυγίσαν τις αντρίκες σας βουλές.
   καθώς ούτε κ' η μέγγενα, ούτε κ' η τανάλια". (Τυραννομάχος)

" Της βίας ο νόμος πια τον κόσμο κυβερνά,
   μπότα βαρβάρων πήρε σβάρνα την Ευρώπη
   και σα μερμήγκια λέω, ποδοπατιούνται οι ανθρώποι
   πιο ανυπεράσπιστοι απ' τα ζούδια τ' αχαμνά..." (Τραγούδι του καιρού)

      Ο Κοτζιούλας στην κατοχή πήρε τα βουνά κ' έγραψε ενθουσιαστικά τραγούδια για την εθνική αντίσταση.

" Πώς του Εικοσιένα, λέω, ανάδωσαν οι φύτρες,
  ζωντάνεψε η αρχαία μ' εσάς η κλεφτουριά
  και τώρα που χαθήκατε, α, μοιρολογήτρες
 κ' οι πέτρες θα σας κλαιν, του αντάρτικου κοντριά..." ( Μαυροσκούφηδες)

     Μ' όλο που πάλαιβε σ' όλη του τη ζωή με τη στέρηση και την αρρώστεια, που τις καλύτερες ώρες του τις έχασε στη βιοπάλη και πέθανε τόσο νωρίς, ο Κοτζιούλας κατόρθωσε να δημιουργήσει σεβαστό έργο, έναν τόμο με ποιήματα δημοσιευμένο το 1932 με τον τίτλο " Εφήμερα" σ' ηλικία 23 χρονών, που πολλά απ' αυτά θα τάχει γράψει βέβαια πολύ πρωτήτερα και που όλα δείχνουν μια πρώιμη κ' εξαιρετική μαεστρία, τρεις τόμους το 1938 με τους τίτλους " Σιγανή φωτιά, Δεύτερη ζωή και Γρίφος". Το 1945 δημοσίεψε τραγούδια από την αντίσταση των βουνών. " Ο Άρης " και " Οι πρώτοι του αγώνα", αργότερα δημοσίεψε ένα τόμο διηγήματα και μια συλλογή με ποιήματα, που ο τίτλος της ήταν θαρρώ " Φυγή στη φύση". Τελευταία δημοσίεψε τη συλλογή " Ηπειρώτικα " μ' ανέκδοτα ποιήματα παλιά και νέα. Έχει και κάμποση κριτική εργασία σκόρπια κι' ανέκδοτη, απ' αυτή κυκλοφόρησε ένα φυλλάδιο με τη μελέτη " Πού βαδίζει η ποίηση". Με το έργο του αυτό ο Κοτζιούλας στέκεται στις κορφές της ελληνικής ποίησης, ανθρώπινη νίκη στην κακή μοίρα.
                                                                                              
" Αυγή", 11/9/1956
Μάρκου Αυγέρη, Κριτικά - Αισθητικά, Σύγχρονη Εποχή , Αθήνα 1980
 Ο Μάρκος Αυγέρης πέθανε στις 8 Ιουνίου 1973 
 

1 σχόλιο:

sofia είπε...

Διαβάζοντας το άρθρο του Αυγέρη εκτός των άλλων διαπίστωσα και πόσο επίκαιρο εξακολουθεί να είναι σε ορισμένα σημεία. Ξαναγυρίσαμε σε εποχές μεγάλης φτώχειας με όλες τις φανερές ή μη συνέπειες.
Ο Αυγέρης και ο Κοτζιούλας είναι δυο περιπτώσεις φωτεινές. Ο καθένας με το δικό του τρόπο, ήθος και στάση ζωής δείχνει το δρόμο για την "ανθρώπινη νίκη στην κακή μοίρα."

Σε ευχαριστώ ακόμη μια φορά που αναδημοσιεύεις τις επιλογές μου.

Να είσαι πάντα καλά.
Από την καρδιά μου μια μεγάλη καλημέρα.