Κυριακή 30 Σεπτεμβρίου 2012

Pablo Neruda - Σκεφτικός, αναταράζοντας σκιές...


Σκεφτικός, αναταράζοντας σκιές στη βαθιά μοναξιά.
Είσαι κ' εσύ μακριά, ω, απ' όλα πιο μακριά.
Σκεφτικός, ελευθερώνοντας πουλιά, σβήνοντας εικόνες,
θάβοντας λαμπάδες.
Καμπαναριό της καταχνιάς, πόσο μακριά, πέρα, ψηλά!
Πνίγοντας θρήνους, αλέθοντας σκοτεινές ελπίδες,
σιωπηλός μυλωνάς,
έρχεται η νύχτα, σκυφτή, πέρα απ' την πολιτεία.
Η παρουσία σου είναι αλλιώτικη, παράξενη σ' εμέ
σαν ένα πράγμα.
Σκέφτομαι περπατώντας, αναλογίζομαι τη ζωή μου
πριν από σένα.
Τη ζωή μου πριν απ' όλα, τη στυφή ζωή μου.
Η κραυγή μπροστά στη θάλασσα, ανάμεσα στις πέτρες,
τρέχοντας λεύτερος, τρελός, στην καταχνιά της θάλασσας.
Η θλιβερή μανία, η κραυγή, η μοναξιά της θάλασσας.
Λαχανιασμένος, αγέρωχα στητός στον ουρανό.
Εσύ, γυναίκα, τι ήσουν εκεί; Ήσουν μια βέργα, ένα φτερό
της απέραντης βεντάλιας; Ήσουν μακριά όπως τώρα.
Πυρκαγιά στο δάσος. Καίει σε γαλάζιους σταυρούς.
Καίει, καίει, φλογίζει, τρίζει σε δέντρα από φως.
Σωριάζεται, τρίζει. Πυρκαγιά. Πυρκαγιά.
Κι η ψυχή μου χορεύει πληγωμένη από βέλη φωτιάς.
Ποιος φωνάζει; Πώς γίνεται σιωπή πλημμυρισμένη με ήχους;
Ώρα της νοσταλγίας, ώρα της χαράς, ώρα της μοναξιάς,
ώρα δική μου μέσα σε όλες!
Βούκινο που μέσα του περνάει τραγουδώντας ο άνεμος.
Τόσο πάθος για κλάμα δεμένο στο σώμα μου.
Ξεκομμένη απ' όλες τις ρίζες,
Ορυμαγδός απ' όλα τα κύματα!
Κατρακυλούσε, χαρούμενα, θλιμμένα, ατέλειωτα η ψυχή μου.
Σκεφτικός, θάβοντας λαμπάδες στη βαθιά μοναξιά.
Ποια είσαι εσύ; Ποια είσαι;

Pablo Neruda

(μετάφραση: Ρήγας Καππάτος)

Σάββατο 29 Σεπτεμβρίου 2012

ΜΙΛΤΟΣ ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ - Ξένε




Ξένε
μὲ τὸ μαῦρο κοστούμι σου
ποὺ χτυπᾶς τὴν πόρτα μου
καὶ μοῦ δείχνεις τ᾿ ἄσπρα αὐτὰ πιάτα
ποῦ ἔχεις κρύψει τὸ πιστόλι σου;
ποῦ ἔχεις κρύψει τὸ μαχαίρι σου;
ἔχεις ἕν᾿ ἄστρο κόκκινο μέσ᾿ τὸ κεφάλι σου
καὶ ψευδίζεις
θέλεις τὰ χρήματα

τὰ χρήματα ποὺ σμίξαν μὲ τὸ αἷμα καὶ χαθῆκαν
τὰ χρήματα ποὺ σμίξαν μὲ τὸν ὕπνο καὶ χαθῆκαν
ἱκετεύεις
φύγε
φύγε ξένε
μέσ᾿ τὴν καρδιά μου ἔχω ἕνα ἥμερο πουλὶ
ἂν τ᾿ ἀφήσω νὰ βγεῖ
τὰ δόντια του θὰ σὲ κατασπαράξουν

ΜΙΛΤΟΣ ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ

Παρασκευή 28 Σεπτεμβρίου 2012

ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ - Καντάτα




Ένα περίεργο επεισόδιο διαβάζαμε τελευταία στις εφημερίδες,
ένας άντρας πήγε σ’ ένα απ’ αυτά τα «σπίτια»,
πήρε μια γυναίκα,
μα μόλις μπαίνουν στο δωμάτιο,
αντί να γδυθεί και να επαναλάβει την αιώνια κίνηση,
γονάτισε μπροστά της, λέει, και της ζητούσε να τον αφήσει
να κλάψει στα πόδια της. Εκείνη βάζει τις φωνές,
«εδώ έρχονται για άλλα πράγματα»,
οι άλλοι απ’ έξω δώστου χτυπήματα στην πόρτα.
Με τα πολλά άνοιξαν και τον διώξανε με τις κλωτσιές
— ακούς εκεί διαστροφή να θέλει, να κλάψει μπρος σε μια γυναίκα.
Εκείνος έστριψε τη γωνία και χάθηκε καταντροπιασμένος.
Κανείς δεν τον ξανάδε πια.
Και μόνο εκείνη η γυναίκα,
θα ‘ρθει η αναπότρεπτη ώρα μια νύχτα, που θα νοιώσει τον τρόμο ξαφνικά,
πως στέρησε τον εαυτό της απ’ την πιο βαθιά,
την πιο μεγάλη ερωτική πράξη
μην αφήνοντας έναν άντρα να κλάψει στα πόδια της!

ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ

(φωτογραφία: Κώστας Μπαλάφας)

Πέμπτη 27 Σεπτεμβρίου 2012

ΘΟΔΩΡΟΣ ΣΚΟΥΡΛΗΣ - Το χέρι




Το χέρι ετούτο που άξια μου χαρίζει
μόνο μου βιός και κέρδος, το ψωμί,
Το χέρι ετούτο, εμπόρευμα που αξίζει
κι έχει ξεπέσει τόσο στην τιμή…

Το χέρι ετούτο, χρήσιμο εργαλείο
που σπάει κι ιδρώνει πάντα στη δουλειά,
Είτε κασμά βαράει στο μεταλλείο
είτε σκαλίζει πρόστυχα λιλιά…

Το χέρι ετούτο, που κρατάει δρεπάνι,
πένα, τιμόνι, σίδερο, σφυρί,
Στο δρόμο, στο εργοστάσιο, στο λιμάνι,
που σφίγγει και ματώνει και βαρεί…

Το χέρι ετούτο, που βωμούς υψώνει,
μέγαρα, θρόνους, μπάγκες, εκκλησιές,
Που ανοίγει τον Παράδεισο και στρώνει
πούπουλα και μετάξια κι ομορφιές…

Το χέρι ετούτο, που άνεργο όταν μείνει
και το ψωμί του απλώνει και ζητά,
Βάρβαρος νόμος άδικα το κλείνει
κι η φυλακή στ΄ αλύσια το κρατά…

Το χέρι ετούτο, αλί, κι όταν ορμήσει
κι άγρια υψωθεί με μίσος σε γροθιά,
Ξέρει γερά μαχαίρι να κρατήσει
ξέρει ν΄ ανάψει ακέρια τη φωτιά…

Ξέρει να ρίξει , ως ήξερε να χτίζει,
να πλερωθεί το απλέρωτο ψωμί,
Το χέρι ετούτο, εμπόρευμα που αξίζει
κι έχει ξεπέσει τόσο στην τιμή!...

1923

ΘΟΔΩΡΟΣ ΣΚΟΥΡΛΗΣ


φωτογραφία: Κώστας Μπαλάφας

Τετάρτη 26 Σεπτεμβρίου 2012

ΓΙΩΡΓΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ – Κουρέλια




Κάθε φορά αποφασίζω να τους ξεπληρώσω,
κουρέλια να τους κάνω,
με χαμόγελα, με λόγια τρυφερά,
με καλοσύνη.

Πάντοτε με στριμώχνουν όμως
με αναγκάζουνε ν’ απολογούμαι
στο τέλος να καταδικάζομαι.
Αυτοί αντλούνε από κάπου εξουσία.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ

Τρίτη 25 Σεπτεμβρίου 2012

ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ - Ακούστε! (Ο γκρεμιστής)




«Ακούστε. Εγώ είμαι ο γκρεμιστής, γιατί είμ' εγώ κι ο κτίστης,
ο διαλεχτός της άρνησης κι ο ακριβογιός της πίστης.
Και θέλει και το γκρέμισμα νου και καρδιά και χέρι.
Στου μίσους τα μεσάνυχτα τρέμει ενός πόθου αστέρι.
Κι αν είμαι της νυχτιάς βλαστός, του χαλασμού πατέρας,
πάντα κοιτάζω προς το φως το απόμακρο της μέρας.
εγώ ο σεισμός ο αλύπητος, εγώ κι ο ανοιχτομάτης
του μακρεμένου αγναντευτής, κι ο κλέφτης κι ο απελάτης
και με το καριοφίλι μου και με τ' απελατίκι
την πολιτεία την κάνω ερμιά, γη χέρσα το χωράφι.
Κάλλιο φυτρώστε, αγκριαγκαθιές, και κάλλιο ουρλιάστε, λύκοι,
κάλλιο φουσκώστε, πόταμοι και κάλλιο ανοίχτε τάφοι,
και, δυναμίτη, βρόντηξε και σιγοστάλαξε αίμα,
παρά σε πύργους άρχοντας και σε ναούς το Ψέμα.
Των πρωτογέννητων καιρών η πλάση με τ' αγρίμια
ξανάρχεται. Καλώς να 'ρθει. Γκρεμίζω την ασκήμια.
Είμ' ένα ανήμπορο παιδί που σκλαβωμένο το 'χει
το δείλιασμα κι όλο ρωτά και μήτε ναι μήτε όχι
δεν του αποκρίνεται κανείς, και πάει κι όλο προσμένει
το λόγο που δεν έρχεται, και μια ντροπή το δένει.
Μα το τσεκούρι μοναχά στο χέρι σαν κρατήσω,
και το τσεκούρι μου ψυχή μ' ένα θυμό περίσσο.
Τάχα ποιος μάγος, ποιο στοιχειό του δούλεψε τ' ατσάλι
και νιώθω φλόγα την καρδιά και βράχο το κεφάλι,
και θέλω να τραβήξω εμπρός και πλατωσιές ν' ανοίξω,
και μ' ένα Ναι να τιναχτώ, μ' ένα Οχι να βροντήξω;
Καβάλα στο νοητάκι μου, δεν τρέμω σας όποιοι είστε
γκρικάω, βγαίνει από μέσα του μια προσταγή: Γκρεμίστε!»

ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ

Δευτέρα 24 Σεπτεμβρίου 2012

ΤΙΤΟΣ ΠΑΤΡΙΚΙΟΣ - Όταν κοπάζει ο θόρυβος




Για το ψωμί το δίκιο την αλήθεια, ίσως και να μη φτάνει μια ζωή.
Μα τη ζωή μου την ένιωσα ζωή μες στον αγώνα, αδέλφια.
Και για να μάθω να μιλώ, όταν ο τρόμος τα στόματα βουβαίνει
Να μάθω να ανορθώνομαι, όταν θεριεύει ο θάνατος
Για να μπορώ τα ίδια τα λάθη μας να αντέχω
πόσες αδυναμίες έπρεπε να κατανικήσω,
με πόσες πρέπει κάθε στιγμή να αντιπαλεύω.
Όμως μονάχα τούτη την αδυναμία, συγχωρήστε μου,
όταν κοπάζει ο θόρυβος και μένω μοναχός με ένα μου αγαπημένο πρόσωπο
για την αγάπη του που ολόκληρος διψάω δεν μπορώ ν’ αγωνιστώ.
Αν την επιδιώξω τη χάνω.
Αν τη διεκδικήσω τη σκοτώνω.
Αδέλφια μου συγχωρήστε με, μα η αγάπη που πιο βαθιά γυρεύω,
πρέπει να μου δοθεί μονάχη.

ΤΙΤΟΣ ΠΑΤΡΙΚΙΟΣ

Κυριακή 23 Σεπτεμβρίου 2012

ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΛΟΥΝΤΕΜΗΣ - Καλημέρα τριανταφυλλάκι




Καλημέρα!
Καλημέρα τριανταφυλλάκι
που κάπου θα μοσχοβολάς...
Καλημέρα νερό
που κάπου θα τρέχεις
Καλημέρα δάσος
που κάπου θα τραγουδάς
Καλημέρα...
Καλημέρα τζιτζίκια, πεταλούδες, πουλιά,
καλημέρα.
Ένας πρωινός παρακαλεστής
σας στέλνει τα μάτια του
σ' ένα κατάμονο νησί,
μια θαλασσινή κούνια.

Κι είναι, ένα στοματάκι που σας αποζητά.
Είναι δυο μικρά χεράκια, κρεμασμένα
μια αγκαλίτσα δίχως κούκλα

Ω τριανταφυλλάκι
και δάσος
και νερό.
Ο πατέρας δεν έχει παρά σίδερα.
Δεν έχει παρά βότσαλα... κι αγκάθια.

Ω τριανταφυλλάκι
και δάσος
και νερό...
κυλήστε το παραμύθι σας...
Κυλήστε το..
Κατά το Τρίκερι...
κυλήστε το.
Και φλυαρήστε γύρω στο κλουβί της
που μένει σιωπηλό.
Κι εκείνη, θα γελάσει.
Θα χτυπήσει τα χεράκια της
και θα γελάσει...
Γιατί δεν είναι ούτε πέντε χρονών...

ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΛΟΥΝΤΕΜΗΣ

Σάββατο 22 Σεπτεμβρίου 2012

ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ – Guevara




Στο Θανάση Καραβία

Ήτανε ντάλα μεσημέρι κι έδειξε μεσάνυχτα.
Έλεγε η μάνα του παιδιού: «Καμάρι μου, κοιμήσου».
Όμως τα μάτια μείνανε του καθενός ορθάνοιχτα
τότε που η ώρα ζύγιαζε με ατσάλι το κορμί σου.

Λεφούσι ο άσπρος μέρμηγκας, σύννεφο η μαύρη ακρίδα.
Όμοια με τις Μανιάτισσες μοιρολογούν οι Σχόλες.
Λάκισε ο φίλος, ο αδερφός. Που μ' είδες και που σ' είδα;
Φυλάει το αλώνι ο Σφακιανός κι ο Αρίδα την κορίδα.

Ποιος το 'λεγε, ποιος το 'λπιζε και ποιος να το βαστάξει.
Αλάργα φεύγουν τα πουλιά και χάσαν τη λαλιά τους.
Θερίζουν του προσώπου σου το εβένινο μετάξι,
νεράιδες και το υφαίνουνε να δέσουν τα μαλλιά τους.

Πάνθηρας ακουρμάζεται, θωράει και κοντοστέκει.
Γλείφει τα ρόδα απ' τις πληγές, μεθάει και δυναμώνει.
Ξέρασε η γη τα σπλάχνα της και πήδησαν δαιμόνοι.
Σφυρί βαρεί με δύναμη, μένει βουβό το αμόνι.

Πυγολαμπίδες παίζουνε στα μάτια τ' ανοιχτά.
Στ' όμορφο στόμα σου κοιμήθηκε ένας γρύλος.
Πέφτει από τα χείλη σου που ακόμα είναι ζεστά,
ένα σβησμένο cigarillos.

Τ' όνειρο πάει με τον καπνό στον ουρανό,
έσμιξε πια με το καράβι του συννέφου.
Το φως γεννιέται από παντού μα είναι αχαμνό
και τα σκοτάδια το ξεγνέθουν και σου γνέφουν.

Χοσέ Μαρτί (κόνδορας πάει και χαμηλώνει,
περηφανεύεται, ζυγιάζεται, θυμάται.
Με τα φτερά του θα σκοτείνιαζ' ένα αλώνι).
Απόψε οι δυο συντροφιαστοί θα πιείτε μάτε.

Φτάνει ο Μπολίβαρ καβαλώντας το σαϊτάρι.
Παραμονεύει ορθή κουλέμπρα γκαστρωμένη.
Βότανα τρίβει η Περουβάνα σε μορτάρι
και μασουλάει φαρμακωμένη μανιτάρι.

Του Λόρκα η κόκκινη φοράδα χλιμιντράει
μ' αυτός μπλεγμένος στα μετάξινα δεσμά του.
Μακρύ κιβούρι με τον πέτρινο κασμά του
σενιάρει ο φίλος και στο μπόι σου το μετράει.

Γέροντας ναύτης με τα μούτρα πισσωμένα
βάρκα φορτώνει με την πιο φτηνή πραμάτεια.
Έχει τα χέρια από καιρό ψηλά κομμένα.
Κι ήθελε τόσο να σου σφάλαγε τα μάτια.

ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ

Ένα όμορφο ποίημα για τον μεγάλο επαναστάτη ΤΣΕ. Αγνοούσα μέχρι πρόσφατα πως είχε γίνει τραγούδι. Σε μουσική του Χάρη Παπαδόπουλου και ερμηνεία του Βασίλη Λέκκα:


Παρασκευή 21 Σεπτεμβρίου 2012

ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ – Γράμμα στον άνθρωπο της πατρίδας μου


…Μην με μαρτυρήσεις!
Και προπαντός να μην τους πεις πως μ’ εγκατέλειψεν η ελπίδα!
Καθώς κοιτάς τον Ταΰγετο, σημείωσε τα φαράγγια
που πέρασα. Και τις κορφές που πάτησα. Και τα άστρα
που είδα. Πες τους από μένα, πες τους από τα δάκρυά μου,
ότι επιμένω ακόμη πως ο κόσμος
είναι όμορφος!

ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ

Πέμπτη 20 Σεπτεμβρίου 2012

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ - Το σπίτι κοντά στη θάλασσα




Τα σπίτια που είχα μου τα πήραν.
Έτυχε να ΄ναι τα χρόνια δίσεχτα πολέμοι χαλασμοὶ ξενιτεμοὶ
κάποτε ο κυνηγός βρίσκει τα διαβατάρικα πουλιὰ
κάποτε δεν τα βρίσκει το κυνήγι
ήταν καλό στα χρόνια μου, πήραν πολλοὺς τα σκάγια
οι άλλοι γυρίζουν ή τρελαίνουνται στα καταφύγια.

Μη μου μιλάς για τ’ αηδόνι μήτε για τον κορυδαλλό
μήτε για τη μικρούλα σουσουράδα
που γράφει νούμερα στο φως με την ουρά της
δεν ξέρω πολλά πράγματα από σπίτια
ξέρω πως έχουν τη φυλή τους, τίποτε άλλο.

Καινούργια στην αρχή, σαν τα μωρά
που παίζουν στα περβόλια με τα κρόσια του ήλιου,
κεντούν παραθυρόφυλλα χρωματιστὰ και πόρτες
γυαλιστερὲς πάνω στη μέρα
όταν τελειώσει ο αρχιτέκτονας αλλάζουν,
ζαρώνουν ή χαμογελούν ή ακόμη πεισματώνουν
μ’ εκείνους που έμειναν μ’ εκείνους που έφυγαν
μ’ άλλους που θα γυρίζανε αν μποροῦσαν
ή που χαθήκαν, τώρα που έγινε
ο κόσμος ένα απέραντο ξενοδοχείο.

Δεν ξέρω πολλὰ πράγματα απὸ σπίτια,
θυμάμαι τη χαρά τους και τη λύπη τους
καμιά φορά, σα σταματήσω ακόμη
καμιά φορά, κοντά στη θάλασσα, σε κάμαρες γυμνὲς
μ’ ένα κρεββάτι σιδερένιο χωρὶς τίποτε δικό μου
κοιτάζοντας τη βραδινὴν αράχνη συλλογιέμαι
πως κάποιος ετοιμάζεται να ΄ρθεί, πως τον στολίζουν
μ’ άσπρα και μαύρα ρούχα με πολύχρωμα κοσμήματα
και γύρω του μιλούν σιγὰ σεβάσμιες δέσποινες
γκρίζα μαλλιὰ και σκοτεινὲς δαντέλες,
πως ετοιμάζεται να ΄ρθεί να μ’ αποχαιρετήσει

ή μία γυναίκα ελικοβλέφαρη βαθύζωνη
γυρίζοντας απὸ λιμάνια μεσημβρινά,
Σμύρνη Ρόδο Συρακούσες Αλεξάντρεια,
απὸ κλειστὲς πολιτείες σαν τα ζεστὰ παραθυρόφυλλα,
με αρώματα χρυσών καρπών και βότανα,
πως ανεβαίνει τα σκαλιὰ χωρὶς να βλέπει
εκείνους που κοιμήθηκαν κάτω απ’ τη σκάλα.
Ξέρεις τα σπίτια πεισματώνουν εύκολα, σαν τα γυμνώσεις.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ

Τετάρτη 19 Σεπτεμβρίου 2012

ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ - Έτσι μικρό ήταν τ' όνειρό μας




Έτσι μικρό ήταν τ' όνειρό μας.
Μα τούτο τ' όνειρο ήταν τ' όνειρο
όλων των πεινασμένων και των αδικημένων.

Κι οι πεινασμένοι ήταν πολλοί
κι οι αδικημένοι ήταν πολλοί
και τ' όνειρο μεγάλωνε σιγά-σιγά.

Μεγάλωνε πάντοτε
το ίδιο στρογγυλό σαν το ψωμί
και το ίδιο στρογγυλό και σαν τον ήλιο
και το ίδιο στρογγυλό και σαν τη γη
και το ίδιο στρογγυλό σαν τον ορίζοντα.

Ετούτο τ' όνειρο των πεινασμένων,
τ' όνειρο των αδικημένων
όλου του κόσμου.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ

Τρίτη 18 Σεπτεμβρίου 2012

ΓΙΑΝΝΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ - Χάθηκα




Χάθηκα,
Μέσα στους δρόμους που μ' έδεσαν για πάντα
Μαζί με τα σοκάκια, μαζί με τα λιμάνια.

Χάθηκα,
Γιατί δεν είχα τα φτερά και είχα εσένα Κατινιώ
Γιατί είχα όνειρα πολλά
Και το λιμάνι,
και το λιμάνι είναι μικρό
Γιατί ήμουν πάντα μόνος
Και θα 'μαι πάντα μόνος.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ

Από τον κύκλο «Λιποτάκτες». Τέσσερα  ποιήματα του Γιάννη Θεοδωράκη (Όμορφη πόλη, Αυγή αφράτη, Δακρυσμένα μάτια, Χάθηκα), που έντυσε με νότες ο αδελφός του, Μίκης Θεοδωράκης και βγήκε σε δίσκο το 1960. Πόσοι δεν τραγούδησαν αυτούς τους στίχους! Ξεχωρίζω τρεις ερμηνείες για λόγους προσωπικούς, χωρίς να αποκλείω κάποιες άλλες.

Η πρώτη εκτέλεση βαθιά ριζωμένη μέσα μου.  Για το κελάηδισμα του μπουζουκιού  του Μανώλη Χιώτη και την  χαρακτηριστική φωνή του συνθέτη, άγουρη ακόμα λόγω της νιότης:



Μια ερμηνεία ξεχωριστή μας έδωσε ο Κώστας Καράλης. Από μια συναυλία προς τιμήν του συνθέτη. Ένας σεμνός και πολύ αξιόλογος τραγουδιστής, με βαθιά αισθαντική φωνή, που αγαπώ πολύ:



Η ερμηνεία αυτή είναι «προϊόν» τηλεοπτικής εκπομπής και δεν κυκλοφορεί σε δίσκο  (αν και νομίζω πως παλιότερα το τραγούδι ηχογραφήθηκε και με τη δική του φωνή). Ας είναι καλά όμως το ΥouΤube! O Κώστας Χατζής, ο αγαπημένος τσιγγάνος, συγκλονίζει με τον σπαραχτικό τρόπο που το ερμηνεύει, κοιτάζοντας τον Μίκη (που κάθεται στο τραπέζι απέναντί του) στα μάτια:


(στη φωτογραφία ο ποιητής)

Δευτέρα 17 Σεπτεμβρίου 2012

ΑΡΙΣΤ. ΠΡΟΒΕΛΕΓΓΙΟΣ - Βασιλιάς του φόβου




Στην τροχιά ενός ήχου
Το γέλιο μιας τρελής γραμμής
Το ξύπνημα ενός καινούργιου κόσμου
Κόσμου που χαμογελά
Που χαμογελά στον ήλιο,
Στα στάχυα που μεστώνουν
Προσφέρω την καρδιά μου
Την καρδιά μου που έκτισε
Που ξέρει να χτίζει μέρες
Μ' έντονους χρωματισμούς
Που ξέρει να χτίζει χέρια
Με παράξενη τρυφεράδα
Που ξέρει να πεθαίνει
Για να κάνει Βασιλιά ένα σπουργίτι
Βασιλιά της Καρδιάς και του Φόβου.

ΑΡΙΣΤΟΜΕΝΗΣ ΠΡΟΒΕΛΕΓΓΙΟΣ

Κυριακή 16 Σεπτεμβρίου 2012

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΤΖΙΟΥΛΑΣ - Αυτοβιογραφία

Τζουμέρκα - Αθήνα, αυτή ήταν όλη
που χάραξα, όλη μου η γραμμή.
Κίνησα απέκει μ' ένα τσόλι,
μου 'λειψε εδώ και το ψωμί.

Αρχή κακού ήταν που δεν είχα
κουκούτσι πνεύμα πραχτικό
τριχιά την έκανα την τρίχα,
της φαντασίας μου υλικό.

Έναν καιρό δεν ήθελα ούτε
να βλέπω ανθρώπινη θωριά.
«Βρέστε του (και μην τον ακούτε)
γυναίκα», έλεγαν στα χωριά.

Αργότερα θα μ' έχουν βάλει
με δυο σειρές στο λεξικό.
Θα με ζηλέψουν τότε οι άλλοι,
θα γίνει ντόρος και κακό.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΤΖΙΟΥΛΑΣ

(Από τις  «σελίδες του Νίκου Σαραντάκου», ΕΔΩ.)


Σάββατο 15 Σεπτεμβρίου 2012

ΒΛΑΝΤΙΜΙΡ ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΙ - Σύννεφο με παντελόνια




Την σκέψη
στο πλαδαρό μυαλό σας που ονειρεύεται,
σαν υπηρέτης λαίμαργος σε καναπέ λιγδιάρικο
με την καρδιά κουρέλι ματωμένο θα ερεθίσω˙
χορταστικά χλευαστικός, ξεδιάντροπος και καυστικός.
Ούτε μια γκρίζα τρίχα δεν έχω στην ψυχή,
μήτε των γηρατειών την στοργή!
Μέγας ο κόσμος με της φωνής τη δύναμη
έρχομ' όμορφος,
στα εικοσιδυό μου χρόνια.
Τρυφεροί μου!
Αφήστε τον έρωτα στα βιολιά.
Είναι βάρβαρο στα τύμπανα να μένει.
Και δεν μπορείτε να φέρετε τα πάνω κάτω όπως εγώ,
ώστε να μείνουν μόνο τα χείλη.
Ελάτε να μάθετε -
απ' το βελούδινο σαλόνι
του τάγματος των αρχαγγέλων το πρωτόκολλο
που ήρεμα τα χείλη ξεφυλλίζει
όπως η μαγείρισσα το βιβλίο των συνταγών.
Πηγαίνετε -
Η σάρκα πάει να με τρελάνει
-κι όπως αλλάζει χρώμα ο ουρανός-
Πηγαίνετε -
θα είμαι άψογα τρυφερός,
δεν είμαι άντρας εγώ, είμαι ένα σύννεφο με παντελόνια!
Πώς η ολάνθιστη Νίκαια υπάρχει δεν πιστεύω!
Και πάλι θα υμνήσω
τους αραχτούς σα νοσοκομεία άντρες
και τις παλιές σαν παροιμίες γυναίκες.

ΒΛΑΝΤΙΜΙΡ ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΙ

(μετάφραση: Δημήτρης Τριανταφυλλίδης)

Από εσωτερική ανάγκη ορμώμενος: Ένα από τα πρώτα βιβλία που αγόρασα, με λεφτά από τα πρώτα μου μεροκάματα, σε ηλικία 14 χρόνων ήταν το  «ΜΑΓΙΑΚΟΒΣΚΗ – ΠΟΙΗΜΑΤΑ», 13η έκδοση, με πρόλογο και απόδοση του ΓΙΑΝΝΗ ΡΙΤΣΟΥ.
Ένα βιβλίο που δεν έβαλα απλά στο ράφι της βιβλιοθήκης μου, μα έζησα μαζί του πολλές σημαντικές -για μένα- στιγμές. Το «σύννεφα με παντελόνια» είναι ίσως το πιο αγαπημένο μου ποίημα του Β.Μ. Το γνώρισα, το διάβασα, το απήγγειλα, με ταξίδεψε, όπως τυπώθηκε στο χαρτί από την απόδοση του Γ.Ρ. Ο Ρίτσος και αυτό το βιβλίο του «Κέδρου» «ευθύνονται» που μετά τον ίδιο, αγάπησα και τον Μαγιακόφσκι.

Δεν έχω μεταφραστικές γνώσεις (πως θα μπορούσα άλλωστε) και δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω πόσοι και ποιοι μετέφρασαν Μαγιακόφσκι στα Ελληνικά, ποιοι τα κατάφεραν καλά και ποιοι λιγότερο. Μπορώ όμως να καταλάβω ποια είναι η διαφορά μιας απλής (έστω καλής) μετάφρασης από το μεγαλείο μιας  απόδοσης ενός μεγάλου ποιητή  από έναν επίσης μεγάλο. Έτσι κι αλλιώς, η απόδοση του Ρίτσου είναι η πιο σημαντική για μένα, για τους λόγους που προανέφερα.

Στην ανάρτηση λοιπόν, διάλεξα μια διαφορετική μετάφραση του ποιήματος, όχι σαν καλύτερη του Ρίτσου, απλά μια όχι συνηθισμένη, έχοντας κατά νου, στο μέλλον, και άλλες αναρτήσεις Μαγιακόφσκι σε απόδοση Ρίτσου. Όμως το σχόλιο του φίλου Anise με «υποχρεώνει» να προσθέσω, τώρα εδώ, και την  απόδοση του Γιάννη Ρίτσου, όπως μας τη μετέφερε ο ίδιος, και τον ευχαριστώ:


    "Τη σκέψη σας που νείρεται
    πάνω στο πλαδαρό μυαλό σας
    σάμπως ξιγκόθρεφτος λακές
    σ' ένα ντιβάνι λιγδιασμένο,
    εγώ θα την τσιγκλάω
    επάνω στο ματόβρεχτο κομμάτι της καρδιάς μου.
    Φαρμακερός κι αγροίκος πάντα
    ως να χορτάσω χλευασμό.

    Εγώ δεν έχω ουδέ μιαν άσπρη τρίχα στην ψυχή μου
    κι ουδέ σταγόνα γεροντίστικης ευγένειας.
    Με την τραχιά κραυγή μου κεραυνώνοντας τον κόσμο,
    ωραίος τραβάω, τραβάω
    εικοσιδυό χρονώ λεβέντης.

    Εσείς οι αβροί!
    Επάνω στα βιολιά ξαπλώνετε τον έρωτα.
    Επάνω στα ταμπούρλα ο άξεστος τον έρωτα ξαπλώνει.
    Όμως εσείς,
    θα το μπορούσατε ποτέ καθώς εγώ,
    τον εαυτό σας να γυρίσετε τα μέσα του όξω,
    έτσι που να γενείτε ολάκεροι ένα στόμα;
    Ελάτε να σας δασκαλέψω,
    εσάς τη μπατιστένια απ' το σαλόνι,
    εσάς την άψογο υπάλληλο της κοινωνίας των αγγέλων
    κι εσάς που ξεφυλλίζετε ήρεμα-ήρεμα τα χείλη σας
    σα μια μαγείρισσα που ξεφυλλίζει τις σελίδες του οδηγού μαγειρικής.

    Θέλετε
    θα 'μαι ακέραιος, όλο κρέας λυσσασμένος
    -κι αλλάζοντας απόχρωση σαν ουρανός-
    θέλετε-
    θα 'μαι η άχραντη ευγένεια
    -όχι άντρας πια, μα σύννεφο με παντελόνια."

(απόδοση: Γιάννης Ρίτσος)
 

Παρασκευή 14 Σεπτεμβρίου 2012

ΤΕΛΛΟΣ ΑΓΡΑΣ – Μονοτονία


Σ’ ένα άδειο χρώμα, ένα φευγάτο μύρο που πεθαίνει,
το καλοκαίρι που αγαπούσαμε απομένει.

Στις καταχνιές μέσα, μαζί με τη θλιμμένη δύση,
το καλοκαίρι που αγαπιώμαστε έχει σβήσει.

Τάχα δεν είναι διαλεχτή κ’ η ώρα
νοτιάς το χώμα σα μουσκεύη;
και φύλλα, φύλλα πέφτουν πεθαμμένα,
στις στέρνες μέσα, φύλλα, πριν την ώρα, ένα προς ένα;

…παίζει, σαν άχνη ξέχρωμη, λίγη αντηλιά απ’ τη δύση
στο δρόμο, μέσα απ’ τ’ άτρεμα κλαριά που έχουν μαδήσει…

Φανταστικά τον άγριο σχοίνο, κάτω στο χωράφι
σαν να τον ζώνη κέρινη φλόγα πολλή, από θειάφι…

…Κάποτε, ειν’ οι καρδιές τα φύλλα που οι νοτιές ποτίζουν
και τα σκουντούν στα τρίστρατα και τα κλωθογυρίζουν…

Κάποτε είναι μια αγνώριστη ευωδιά που αναστενάζει:
η βλάστηση που σήπεται, όλη μαζί, τη βγάζει.

Κάποτε ξένος έρωτας ανώφελα προσμένει
να ζεσταθή απ’ την έρημη καρδιά μας που πεθαίνει.

ΤΕΛΛΟΣ ΑΓΡΑΣ

Πέμπτη 13 Σεπτεμβρίου 2012

ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΚΡΗΣ – Εμείς οι λίγοι




Είμαστε εμείς οι ονειροπαρμένοι τρελοί της γης
με τη φλογισμένη καρδιά και τα έξαλλα μάτια.
Είμαστε οι αλύτρωτοι στοχαστές και οι τραγικοί ερωτευμένοι.
Χίλιοι ήλιοι κυλούνε μες το αίμα μας
κι ολούθε μας κυνηγά το δράμα του άπειρου.
Η φόρμα δεν μπορεί να μας δαμάσει.
Εμείς ερωτευτήκαμε την ουσία του είναι μας
και σ΄ όλους μας τους έρωτες αυτήν αγαπούμε
Είμαστε οι μεγάλοι ενθουσιασμένοι και οι μεγάλοι αρνητές.
Κλείνουμε μέσα μας τον κόσμο όλο και δεν είμαστε τίποτα απ’ αυτόν
τον κόσμο.
Οι μέρες μας είναι μια πυρκαγιά και οι νύχτες μας ένα πέλαγο.
Γύρω μας αντηχεί το γέλιο των ανθρώπων.
Είμαστε οι προάγγελοι του χάους.
(1950)

ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΚΡΗΣ