Τα
σπίτια που είχα μου τα πήραν.
Έτυχε να ΄ναι τα
χρόνια δίσεχτα πολέμοι χαλασμοὶ ξενιτεμοὶ
κάποτε ο κυνηγός
βρίσκει τα διαβατάρικα πουλιὰ
κάποτε δεν τα βρίσκει
το
κυνήγι
ήταν καλό στα
χρόνια μου, πήραν πολλοὺς τα σκάγια
οι άλλοι
γυρίζουν ή τρελαίνουνται στα καταφύγια.
Μη μου
μιλάς για τ’ αηδόνι μήτε για τον
κορυδαλλό
μήτε για τη
μικρούλα σουσουράδα
που
γράφει νούμερα στο φως με την ουρά της
δεν
ξέρω πολλά πράγματα από
σπίτια
ξέρω πως έχουν
τη
φυλή τους, τίποτε άλλο.
Καινούργια στην αρχή,
σαν
τα
μωρά
που
παίζουν στα περβόλια με τα κρόσια
του ήλιου,
κεντούν
παραθυρόφυλλα χρωματιστὰ και πόρτες
γυαλιστερὲς
πάνω στη μέρα
όταν τελειώσει ο αρχιτέκτονας
αλλάζουν,
ζαρώνουν ή
χαμογελούν ή ακόμη πεισματώνουν
μ’ εκείνους
που έμειναν μ’ εκείνους
που έφυγαν
μ’ άλλους
που θα γυρίζανε αν μποροῦσαν
ή που χαθήκαν, τώρα που έγινε
ο κόσμος ένα απέραντο
ξενοδοχείο.
Δεν
ξέρω πολλὰ πράγματα απὸ
σπίτια,
θυμάμαι
τη
χαρά τους και τη λύπη τους
καμιά
φορά, σα σταματήσω ακόμη
καμιά
φορά, κοντά στη θάλασσα, σε κάμαρες γυμνὲς
μ’ ένα
κρεββάτι σιδερένιο χωρὶς τίποτε δικό μου
κοιτάζοντας τη
βραδινὴν αράχνη συλλογιέμαι
πως
κάποιος ετοιμάζεται να ΄ρθεί, πως τον στολίζουν
μ’ άσπρα
και μαύρα ρούχα με πολύχρωμα κοσμήματα
και
γύρω του μιλούν σιγὰ σεβάσμιες δέσποινες
γκρίζα μαλλιὰ και
σκοτεινὲς δαντέλες,
πως ετοιμάζεται
να
΄ρθεί να μ’ αποχαιρετήσει
ή μία γυναίκα ελικοβλέφαρη
βαθύζωνη
γυρίζοντας απὸ
λιμάνια μεσημβρινά,
Σμύρνη Ρόδο Συρακούσες
Αλεξάντρεια,
απὸ κλειστὲς πολιτείες σαν τα
ζεστὰ παραθυρόφυλλα,
με αρώματα
χρυσών καρπών και βότανα,
πως ανεβαίνει
τα
σκαλιὰ χωρὶς να βλέπει
εκείνους που κοιμήθηκαν κάτω απ’ τη
σκάλα.
Ξέρεις τα
σπίτια πεισματώνουν εύκολα, σαν τα γυμνώσεις.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου