Πέμπτη 12 Δεκεμβρίου 2013

Γιάννης Ρίτσος, «Υπερώον», εκδ. Κέδρος 2013 (γράφει ο Ηρακλής Κακαβάνης)

«Υποδυόμενος εαυτόν»
`
Ο Βάρναλης είχε γράψει από το 1942 ακόμη ότι τα έργα που αφήνουν πίσω τους οι ποιητές δεν προσθέτουν τίποτα στη δόξα τους, αντίθετα αφαιρούνε. Η μόνη περίπτωση που το ανέκδοτο έργο είναι καλύτερο από τα εκδιδόμενα είναι αυτή του Σολωμού. Εξαιρεί δύο περιπτώσεις που επιτρέπεται η δημοσιοποίηση. Η μία αφορά σε ιστορικούς λόγους – να παρακολουθήσουμε την εξέλιξη του ποιητή μέσα στο χρόνο. Η δεύτερη περίπτωση αφορά στην αισθητική αξιολόγηση αυτού του μέρους του έργου.
Ο ίδιος ο Βάρναλης φρόντισε να μας αφήσει ένα πλούσιο αρχείο που περιείχε ανέκδοτο ποιητικό υλικό, ολοκληρωμένο ή ημιτελές. Δεν είναι μοναδική περίπτωση. Αυτό συμβαίνει κατά κόρον με τους ποιητές. Η ποσότητα αυτού του υλικού ποικίλει, όπως και η ποιότητα σε σχέση με το δημοσιευμένο έργο. Στην περίπτωση του Βάρναλη, επειδή είχε και άλλους τρόπους έκφρασης αυτό το υλικό δεν έχει μεγάλη έκταση.
Αφορμή για αυτή την αναφορά μας έδωσε η κυκλοφορία της ποιητικής συλλογής «Υπερώον» από το ανέκδοτο ποιητικό υλικό του Γιάννη Ρίτσου. Όπως λέει, η κόρη του Ερη στο σημείωμα που συνοδεύει την έκδοση, ο Ρίτσος «θεωρούσε την ποίηση τόσο απαραίτητη για την ύπαρξη του, όσο και την αναπνοή του. Έγραφε λοιπόν καθημερινά, ώρες πολλές, κι αυτό είχε σαν αποτέλεσμα μια τεράστια ποιητική παραγωγή».
`
Αυτόματα τίθενται κάποια ερωτήματα.
Γιατί ο ίδιος δεν τα εξέδωσε όσο ζούσε; Η Ερη Ρίτσου λέει στο σημείωμά της ότι την ποιητική παραγωγή του Ρίτσου πρακτικά ούτε οι εκδότες ούτε το αναγνωστικό κοινό μπορούσαν να παρακολουθήσουν. Απορρίπτει οποιαδήποτε ερμηνεία αυτολογοκρισίας και εξηγεί τις επιλογές του με τη διάθεσή του την εκάστοτε περίοδο και τη συγκυρία. Δύσκολα να αμφισβητήσει κανείς αυτή την εξήγηση, με δεδομένη την επιλογή του ίδιου του Ρίτσου να δημοσιεύσει το 1984 κάποιο μέρος του έργου που σόκαρε (όπως ήξερε ότι θα γίνει) εκείνο το αναγνωστικό κοινό που στο έργο του έβλεπε και τιμούσε τον στρατευμένο ποιητή. Εδώ θα συμπληρώναμε, χωρίς να διεκδικούμε καλύτερη γνώση από την κυρία Ερη Ρίτσου, ότι η τελειότητα της μορφής δεν άφηνε αδιάφορο τον Ρίτσο, ήταν απαιτητικός, όπως και για το περιεχόμενο του ποιητικού του λόγου, έχοντας πάντα υπόψη το κοινό στο οποίο απευθύνεται, πού και πώς τον βλέπει. Τον βλέπει ως σύμβολο στην εξέδρα, να χαιρετά πριν την ομιλία του Χαρίλαου, να εκπροσωπεί αγώνες και θυσίες. Η αντίδραση στα πεζογραφήματα που εκδόθηκαν την προηγούμενη χρονιά τον στεναχωρεί. Η έκδοση – δημοσίευση δεν ήταν εύκολη υπόθεση για τον Ρίτσο. ‘Η, τουλάχιστον, δεν ήταν εξίσου εύκολη όσο για τους άλλους ποιητές.
`
Ποια η βούληση του ποιητή για τη μετά θάνατον δημοσίευσή τους; Η δημοσίευση για τον Ρίτσο δεν ήταν αυτοσκοπός, η ποίηση είναι η «αναπνοή του». Αυτή είναι η σχέση των ποιητών με τη γραφή: «Και μες στη τέχνη πάλι, ξεκουράζομαι απ’ την δούλεψή της» (Κ.Π. Καβάφης). Ο Γ. Ρίτσος ξέρει ότι αυτό το κομμάτι της ποίησής του θα δημοσιευτεί (Την έχει ο ίδιος ετοιμάσει τη συλλογή). Μιλά για τον εαυτό του γιατί θέλει να τον γνωρίσουμε. Ξέρει ότι τον βράβευσαν και τον τίμησαν χωρίς να τον γνωρίζουν. Αυτός θέλει να είναι ειλικρινής με τον εαυτό του και με όλους όσους τον αγαπούν και τον τιμούν. Έτσι η ποίηση γίνεται το «ημερολόγιό» του. Δεν καταγράφει πράξεις της καθημερινής ζωής του. Κυρίως παρουσιάζει συμβάντα της εσωτερικής του ζωής. Εκμυστηρεύεται σκέψεις και συναισθήματα. Εξομολογείται. Πέντε χρόνια πριν το θάνατό του θέλει να μιλήσει για όλα όσο συμβαίνουν μέσα του. Για τις ανάγκες και τα συναισθήματα του καθημερινού ανθρώπου.
`
Τι καινούριο φέρνει το «Υπερώον» στη γνώση μας για τον ποιητή και το ποιητικό του έργο; Ο Ρίτσος είναι μια από τις κορυφές της λογοτεχνίας μας. Τίποτα δεν μπορεί να τον κατεβάσει από εκεί. Ο Ρίτσος είναι ο στρατευμένος ποιητής στον αγώνα για τον άνθρωπο. Στρατευμένος και πιστός στην ιδεολογία του, πιστός στους στόχους και στα οράματα του ΚΚΕ. Όχι στα λόγια. Όχι μόνο με την ποίηση. Ο αγωνιστικός ποιητικός του λόγος ήταν άρρηκτα δεμένος με την αγωνιστική του δράση. Η ποίησή του χαράζει δρόμους, μιλά στην ψυχή και στη συνείδησή μας. Αυτά δεν επιδέχονται αμφισβήτησης. Ποιος θα τολμούσε, άραγε, να σβήσει από το βιβλίο της ποίησης το «μέρα Μαγιού μου μίσεψες/ μέρα Μαγιού σε χάνω». Κάθε νέα συλλογή δεν έχει να προσθέσει ή να αφαιρέσει τίποτα στην ποιητική αξία του Ρίτσου και στη στάση ζωής του.
`
Όμως, υπάρχει και ο άνθρωπος Ρίτσος. Ενας άνθρωπος που νιώθει όλα τα βλέμματα στραμμένα πάνω του και ασφυκτιά. Ζει μια αντίφαση ανάμεσα στο πρέπει, στο πώς θέλουν τον τιμημένο και βραβευμένο ποιητή και στη φυσικότητα που ο ίδιος θέλει. Είμαι ένας απλός άνθρωπος, λέει, και που ενδεχομένως να σκεφτώ και να κάνω πράγματα που δεν εγκρίνετε. Αυτό προκαλεί μια εσωτερική ταραχή που αποτυπώνεται και στη συλλογή. Δε θέλει να την κρύψει. Καμία σχέση όμως με οποιαδήποτε μορφή απογοήτευσης .
Θέλει να είναι ο εαυτός του. Είναι σειρά του, τώρα, «χωρίς φώτα, χωρίς σκηνικά και θεατές/ να παίξεις εαυτόν». Δικαιώνει με πολλή προσοχή (όπως και με άλλες συλλογές) την απλότητά του.
Δεν είναι παράξενο, ούτε ασύνηθες. Στην ανάπαυλα της μάχης ο μαχητής καθαρίζει το σώμα του, ψηλαφεί τις πληγές του, αναρωτιέται, στοχάζεται. Έρχεται σε πρώτο πλάνο ο εαυτός του. Είναι ο εαυτός του.
Στην ανάπαυλα της μάχης ακόμα και ο στρατάρχης απευθύνεται στην ορτινάτσα του και ζητά απαντήσεις. Ο Ιβάν, ιπποκόμος του Ζούκοβ, περηφανεύεται στους άλλους στρατιώτες για τη σχέση του με τον στρατάρχη. Αυτοί τον πιέζουν να ρωτήσει τον στρατάρχη πότε θα τελειώσει η μάχη. Μια μέρα, στην ανάπαυλα της μάχης, καθώς ο Ιβαν ήταν ξαπλωμένος στο χώμα και ξεκουραζόταν, πάει και ξαπλώνει δίπλα του ο στρατάρχης. Ξεπερνώντας την αμηχανία του ο Ιβάν σκέφτεται, «τώρα είναι η ευκαιρία να τον ρωτήσω». Πριν προλάβει να ανοίξει το στόμα του ο Ιβάν, ακούει τον στρατάρχη, «Ιβάν, πότε θα τελειώσει αυτή η μάχη;» (πίσω από αυτή την ιστορία υπάρχει μόνο η συμβολική αλήθεια).
`
Ποια είναι η επικαιρότητα αυτών των ποιημάτων; Για την επικαιρότητα, η Ερη Ρίτσου στο σημείωμα της γράφει ότι τα ποιήματα «ταυτόχρονα αντανακλούν το κοινωνικό περιβάλλον μέσα στο οποίο δημιουργήθηκαν. Εποχή κρίσης ηθικής τα χρόνια εκείνα, δεν μπορεί παρά να έχει συνάφεια με την κρίση την οικονομική που βιώνουμε ως συνέπεια και του ηθικού εκείνου ελλείμματος που, ανάμεσα σε άλλα, προετοίμασε το έδαφος για το σήμερα».
Έτσι είναι. Τα ποιήματα γράφτηκαν την άνοιξη του 1985. Το ΠΑΣΟΚ της Αλλαγής έχει διαψεύσει όλες τις ελπίδες, όλα τα συνθήματα και τις υποσχέσεις. Αγώνες και πόθοι της γενιάς του Γιάννη Ρίτσου προδόθηκαν. Η εξαγορά συνειδήσεων και η διαφθορά τείνουν να γίνουν ο κανόνας. Και αυτό αντανακλάται στη συλλογή. Στο έργο καλλιτέχνη εκφράζονται, θέλει δε θέλει, στα έξω απ’ αυτόν κοινωνικά προστάγματα και το κοινωνικό γίγνεσθαι.
Όμως στη συγκεκριμένη συλλογή είναι πολύ συμβατικό αυτό το ερώτημα. Και ήσσονος σημασίας για την αξιολόγησή της. Προέχουν οι αυτοβιογραφικές και εξομολογητικές ομολογίες. Κι εδώ είναι που πρέπει να εστιάσουμε. Αυτή η συλλογή είναι αρκετά δύσκολη στην αποκωδικοποίησή της. Τα βότσαλα, το τρένο, τα παπούτσια και άλλες λέξεις σύμβολα θέλουν περισσότερη προσοχή και καλύτερη γνώση του ποιος είναι ο άνθρωπος Γιάννης Ρίτσος. Για παράδειγμα, τι είναι τα παπούτσια; Είναι πορεία; Είναι φυγή; Είναι κράτημα;
Ποια αίσθηση μας αφήνουν τα ποιήματα; Αν διαβάσουμε τα ποιήματα έχοντας στο νου μας τις άλλες (ή άλλες) ποιητικές συλλογές, εύκολα μπορεί να καταλήξουμε ότι δε μας αρέσουν. Εγώ, όμως, χάρηκα το διάβασμα και θεωρώ ότι οφείλονται ευχαριστίες στην κυρία Ερση Ρίτσου για την αποδέσμευση αυτού του ποιητικού υλικού (Ευχής έργο θα ήταν να υπάρξει και συνέχεια). Σε τίποτα δε μείωσε την αγάπη και το θαυμασμό μου για τον Γιάννη Ρίτσο. Ισα ίσα, όσο περισσότερο γνωρίζω τον Γιάννη Ρίτσο τόσο περισσότερο κατανοώ πόσο ανθρώπινος είναι ο ηρωισμός, τι θυσίες και εσωτερική πάλη απαιτεί.
`
****************************
`
Ο Ηρακλής Κακαβάνης γεννήθηκε το 1966 στη Γαλανόβρυση Ελασσόνας, νομού Λάρισας. Σπούδασε φιλολογία και από το ʽ91 μέχρι το Νοέμβριο του 2013 εργάστηκε ως διορθωτής στην εφημερίδα “Ριζοσπάστηςʼ όπου και σποραδικά αρθρογραφούσε. Είναι μέλος της ΕΣΗΕΑ. Παράλληλα, τα τελευταία χρόνια ασχολείται με την επιμέλεια εκδόσεων. Είναι συγγραφέας του βιβλίου “Ο δαίμων του τυπογραφείουʼ, εκδόσεις “Προσκήνιοʼ, 2008. Είχε τη φιλολογική επιμέλεια και έγραψε το εισαγωγικό σημείωµα στο Λεύκωμα “Ομήρου Ιλιάδα, 21 Λιθογραφίες το Henri Motte“, εκδόσεις “Τυποεκδοτικήʼ, 2008. Το 2012 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Εντός το βιβλίο-μελέτη του «Ο Αγνωστος Βάρναλης και 19 αδημοσίευτα ποιήματα». 

Δεν υπάρχουν σχόλια: