Παρασκευή 9 Δεκεμβρίου 2016

Ο άνθρωπος Τάσος Λειβαδίτης


Δεν είναι λίγες οι φορές που όταν έρθεις σε επαφή με στοιχεία της ανθρώπινης πλευράς μεγάλων δημιουργών, επέρχεται η απομυθοποίηση και τότε σε κυριεύει η απογοήτευση και λες καλύτερα να μην γνώριζα τίποτα για τους ίδιους, έξω από τις σελίδες του σπουδαίου, κατά τα άλλα, έργου τους. Ο Τάσος Λειβαδίτης (20 Απρίλη 1922 ― 30 Οκτώβρη 1988) δεν ανήκει σε αυτή την κατηγορία.

Ποιητής λαογέννητος και σπουδαίος σημάδεψε για πάντα τα Γράμματα, επηρεάζοντας πολλούς ομότεχνούς του και –κυρίως αυτό- αφήνοντας παρακαταθήκη στο λαό που αγάπησε και υπηρέτησε ένα έργο μεγάλο σε έκταση και αξία, βαρύ σε νοήματα, ιδέες και συναισθήματα. Το ίδιο σπουδαίος, μέσα στην απλότητά του, σαν άνθρωπος, βάδισε αθόρυβα στους δρόμους της Αθήνας ανάμεσα σε χιλιάδες άλλους απλούς ανθρώπους, αφήνοντας πίσω του το άρωμα εκείνης της παλιάς γενιάς, που όριζε ως καθήκον την διαρκή προσφορά και τη θυσία χωρίς ανταλλάγματα.

Διαβάζοντας στο βιβλίο Τάσος Λειβαδίτης, Τραγουδάω, όπως τραγουδάει το ποτάμι – Μελοποιημένοι στίχοι (εκδόσεις Μετρονόμος, Αθήνα 2013), τις μαρτυρίες φίλων του ποιητή (καταθέσεις ψυχής καλύτερα) «γνώρισα» τον σπουδαίο άνθρωπο που βρίσκεται πίσω από το σπουδαίο έργο· που δεν ένιωθε την ανάγκη να εμφανιστεί παρά μόνο έκει που ο ήλιος φώτιζε τις αυλές και οι ακτίνες του υψώνονταν στο μπόι των ανθρώπων, της λαϊκής συνοικίας.

Το κείμενο που παρουσιάζουμε ανήκει σε έναν από τους λίγους που είχαν την τύχη να συνομιλούν και να εισπράττουν την ζεστασιά και την τιμή της φιλίας του ποιητή. Ο Γιώργος Μαρκόπουλος, από τους σημαντικότερους εκπροσώπους νεώτερης γενιάς  ποιητών μάς δίνει ένα πορτραίτο του ανθρώπου Τάσου Λειβαδίτη. Του πατέρα, του παππού, του φίλου, του γείτονα, του συντρόφου Τάσου Λειβαδίτη που πολλοί θα ήθελαν να έχουν γνωρίσει.

Ο άνθρωπος Τάσος Λειβαδίτης
Τον Τάσο Λειβαδίτη τον γνώρισα περί τα τέλη της δικτατορίας στο μικρό μαγαζάκι του Κέδρου και αμέσως μου έκανε πολύ μεγάλη εντύπωση η έμφυτη ευγένεια, το διάφανο βλέμμα αλλά και το εξαιρετικά προσεγμένο ντύσιμό του (σακάκι καρό, φουλάρι δεμένο κάπως σαν γραβάτα και κασκετάκι μαύρο, ναυτικό). Η γνωριμία αυτή, όμως, δεν είχε συνέχεια μέχρι το 1975, οπότε χρησιμοποιώντας ως πρόσχημα το ότι ήθελα να του δείξω κάποια ποιήματά μου με κάλεσε αμέσως στο σπίτι του, ένα διαμέρισμα στην οδό Αχαρνών 35, στον 4ο όροφο, γεγονός το οποίο στάθηκε πολύ καθοριστικό στη ζωή μου, αφού από τη στιγμή εκείνη -και σιγά σιγά- άρχισε να με περιβάλλει με μια σχεδόν πατρική αγάπη που μόνον εκείνος ήξερε να προσφέρει.
Γίναμε φίλοι, λοιπόν, και αρχίσαμε τις βόλτες μας -καθότι και γείτονες- γύρω από τον Άγιο Παντελεήμονα και τα πέριξ δρομάκια ή την περιοχή του Σταθμού Λαρίσης επίσης, πάντα μεσημεράκι για ούζο πριν το φαγητό, διότι τα βράδια πηγαίναμε σε μια ταβέρνα που λειτουργούσε και σαν παντοπωλείο, στην οδό Διδύμου, ένα μικρό στενάκι, ή μαζευόμασταν στο σπίτι τους, όπου η γυναίκα του Μαρία, πρόσωπο εξόχως διακριτικό και αξιολάτρευτο, καθώς και η κόρη τους Βάσω, μας σερβίριζαν του κόσμου τα καλά, καθώς και ένα σπάνιο (χύμα) κρασί, που δεν ξέρω πού το εύρισκαν.
Εκεί, στις συνάξεις μας αυτές, γνώρισα και τους φίλους του: τον Γιώργο Δουατζή, τον Γιάννη Βάγια και τη γυναίκα του Αγγελική, τη Λίλα Κουρκουλάκου, τον Ε. Χ. Χατζηγιάννη, τον Γιώργο Τσαγκάρη, τον Σταύρο Στρατηγάκο, τον Μάκη Χαλά (άντρα της Βάσως), τον Στέλιο (παιδί του Μάκη και της Βάσως), τον Απόστολο Μπενάτση (κάπως αργότερα), τον Γιάννη Κουβαρά και τη γυναίκα του Αλεξάνδρα Μπουφέα, από τους νεότερους, καθώς και τους Νόλη Δρίβα και τη γυναίκα του Μαρούσα, τον Δημήτρη Δαβία, τον Θανάση Κωνσταντίνου αλλά και τον Γιώργο Παπαλεονάρδο. από τους παλαιότερους, συναγωνιστές και σύντροφοι άπαντες από τα χρόνια εκείνα τα παλιά. Λίγο αργότερα, μάλιστα, όταν προσετέθη στην παρέα μας και ο Μανώλης Πρατικάκης, πηγαίναμε βόλτες αποκλειστικά οι τέσσερίς μας (Πρατικάκης, ζεύγος Λειβαδίτη και εγώ) στη Νέα Φιλαδέλφεια, στο Κεφαλάρι, στον κήπο του Βάρσου στην Κηφισιά, και στη Νέα Μάκρη όπου νοίκιαζαν ένα σπιτάκι για την καλοκαιρινή τους ξεκούραση, κατά τις οποίες βόλτες εγώ μακάριζα κρυφά τον εαυτό μου για την ευτυχία που βίωνα, βλέποντας και ακούγοντας αυτόν τον από άλλον κόσμο, πράγματι, φερμένον άνθρωπο.
Και όντως από άλλον κόσμο ήταν φερμένος ο Λειβαδίτης. Άδολος σαν παιδί και βαθύτατα σεμνός, τόσο που δεν μιλούσε ποτέ για τον εαυτό του, ή άλλαζε κουβέντα αμέσως όταν εσύ ήθελες να πεις κάτι γι’ αυτόν. Αποφασιστικά, δε, απρόθυμος στο να ακούει ο,τιδήποτε αρνητικό για κάποιον άλλον. (Όταν κάποτε για την κακοδαιμονία της Αριστεράς τού είπα ότι πιστεύω πως ρόλο σημαντικό έπαιζαν και οι συμπάθειες είτε οι αντιπάθειες -για να μη πω μίση- ορισμένων προσώπων, αναφέροντας μάλιστα και κάποιους, μου συνέστησε να περιγράφω τα πράγματα με τρόπο τέτοιον που όλα να φαίνονται, χωρίς όμως για να τα στηρίζω να χρειάζεται να κατονομάζω πράξεις ή πρόσωπα.)
Αταλάντευτα πιστός στις φιλίες του (μιλούσε κάθε πρωί που ξυπνούσε και κάθε βράδυ πριν κοιμηθεί επί δεκαετίες με τον Γιάννη Ρίτσο και, όσες φορές είχε τύχει να είμαι αυτήκοος, με κυρίευε ένα συναίσθημα πληρότητας σπάνιο).
Ευαίσθητος όσο δεν μπορεί κανείς να φανταστεί (από κάποια χρονική στιγμή και μετά για να πάμε στην Πλατεία Βικτωρίας κάναμε κύκλο, και όταν τον ρώτησα «γιατί» μου απάντησε ότι είχε δανείσει στη Χέυδεν πεντακόσιες δραχμές σε έναν ψαρά και δεν ήθελε να περνάει για να μη θεωρήσει ότι το κάνουμε για να του υπενθυμίζει το χρέος.
Αυστηρός αλλά και εξαιρετικά προσεκτικός ώστε να μη στερήσει από τον άλλον, έστω και στο ελάχιστο, από εκείνο που πίστευε ότι του ανήκει («την ιστορία στον πόλεμο δεν την γράφουν μονάχα οι στρατηγοί, αλλά περισσότερο οι απλοί στρατιώτες», μου απάντησε όταν κάποτε τόλμησα να του υπαινιχθώ ότι στα κριτικά του σημειώματα ήταν κάπως περισσότερο ανοιχτός σε συλλογές που κατά τη γνώμη μου δεν έπρεπε).
Αγιάτρευτα ρομαντικός («αυτή η σάλα είναι για να χορεύεις βαλς ύστερα από πενήντα χρόνια με την πιο αγαπημένη σου, της εποχής εκείνης, συμφοιτήτρια», μου είπε όταν περνούσαμε ένα βράδυ έξω από το «Σεσίλ»).
Με ένα σπάνιο και πηγαίο χιούμορ («από τις γυναίκες πρέπει να ζητούμε συγγνώμην, όχι για να τηρήσουμε τον λόγο μας αλλά για να είμαστε καθαροί για την επόμενη αμαρτία», μου έλεγε χαμογελώντας ωραία, κάθε φορά που διαισθανόταν κάποιες δικές μου αντίθετες απόψεις).
Ονειροπόλος και «εύθραυστος» («δεν κρύβουν μια παρακμή;», του είπα κάποια μέρα επειδή με απίστευτη επιμονή μού τραγουδούσε τραγούδια του πολύ στενού του φίλου Φώτη Πολυμερή. «Ναι -είπε- μόνο που η παρακμή σε κάνει και ματώνεις, ενώ η πρόοδος σου φέρνει μια ψευτοχαρωπή, και μόνον, ελπίδα»), αλλά και ιδιαίτερα διακριτικός, τόσο που ποτέ δεν προσπαθούσε να επιβάλει τη γνώμη του ή τα πιστεύω του σε κανέναν (ακόμη και στις στιγμές που η προσήλωσή του στον Θεό και στον Χριστό βρισκόταν σε έξαρση, ούτε μια φορά δεν μου πρότεινε να πάμε στην Εκκλησία ή σε κάποια άλλη εκδήλωση σχετική).
Επειδή, όμως, στη ζωή τα πράγματα σχεδόν ποτέ δεν έρχονται όπως τα θέλουμε και επειδή ο «Κύριος» εκείνος για τον οποίο ο Λειβαδίτης στα εξαίσια Λυρικά του μας είχε ειδοποιήσει λέγοντάς μας «ποιος είναι μη ρωτάς αυτός που στέκει εκεί στη δύση, πολύ να μ’ αγαπάς, αυτός θα μας χωρίσει», ο «Κύριος» εκείνος λοιπόν, για άλλη μια φορά, δεν θέλησε να καθίσει ήσυχος. Έτσι, ο Λειβαδίτης από τις αρχές του 1988 παραπονιόταν συνέχεια ότι δεν μπορούσε να χωνέψει καλά, και ότι είχε φουσκώματα, με αποτέλεσμα ο Γιάννης Ρίτσος ένα πρωί να τον στείλει σχεδόν δια της βίας σε κάποιον φίλο του γιατρό, στο Γενικό Κρατικό, ο οποίος όταν τον εξέτασε δεν τον άφησε να γυρίσει στο σπίτι ούτε για τις πιτζάμες του, που λέμε.
Ειδοποιηθήκαμε όλοι από τη Μαρία και σπεύσαμε, κάνοντας για όλο εκείνο το διάστημα το νοσοκομείο σπίτι μας. Υπεβλήθη σε δύο απανωτές εγχειρήσεις ανευρύσματος αορτής και στο τέλος, στις 30 Οκτωβρίου 1988, Κυριακή τα χαράματα, υπέκυψε. Στην εντατική βρισκόμουν από νωρίς το απόγευμα εγώ και ο Πρατικάκης, τον οποίο παρακάλεσα, μη αντέχοντας να είμαι εξ εκείνων που θα ανακοίνωναν το θλιβερό νέο στους απέξω, να φύγω και να αναλάβει μονάχος του αυτόν τον άχαρο ρόλο· χατίρι το οποίο μου έκανε.
Έφυγα, λοιπόν, και πηγαίνοντας μόνος στα δεντράκια του νοσοκομειακού αλσυλλίου έκλαψα, έκλαψα, σπαραχτικά έκλαψα, γιατί αν και από μέρες φαινόταν ότι θα συνέβαινε αυτό που συνέβη, ένα μεγάλο κεφάλαιο της ζωής μου συνειδητοποίησα ότι είχε πλέον για πάντα χαθεί.
Ταραχή μεγάλη, πιστέψτε με, αν και έχουν περάσει τόσα χρόνια, με κατέλαβε αμέσως σαν τελείωσα το παραπάνω κείμενο, ώστε κάθισα μέσα στη λύπη και θυμήθηκα και πάλι όλα ετούτα που έγραψα.
Όπως, επίσης, θυμήθηκα το σπίτι της Αχαρνών: οικογενειακές φωτογραφίες στο σαλόνι, το γνωστό πορτρέτο του ποιητή καμωμένο από τη Βάσω,  τραπεζαρία με λεοντοπόδαρα και ουδεμία διάκριση ή βραβείο κορνιζαρισμένο. Η καρέκλα του στο χολ, η τηλεόραση, η καρέκλα της Μαρίας και η καρέκλα του επισκέπτη, καθώς και ένα τραπεζάκι στη μέση, όλα μαύρα, με τον δικέφαλο αετό σκαλισμένο, που ήταν εκείνη την εποχή της μόδας. Το παλιό σκούρο -κάσια- καφέ γραφείο του στον χώρο όπου διάβαζε ή έγραφε, την κουνιστή πολυθρόνα και την προσωπογραφία της μητέρας του.
Την τρελή ζητιάνα, θυμήθηκα ακόμη, στον άγιο Παντελεήμονα, όταν μήνες πολλούς μετά τον θάνατό του με σταμάτησε και με ρώτησε: «Πού πήγε αυτός με το μούσι, που περνούσατε το μεσημέρι μαζί;». «Γιατί;», τη ρώτησα. «Γιατί ερχόταν κάθε πρώτη και δεκαπέντε και μου έδινε λεφτά», μου είπε – κάτι, φυσικά, που ο ίδιος δεν μου είχε ποτέ αποκαλύψει.
Τη στιγμή που ψάχναμε με τον Νόλη, τον Δουατζή και τον Βάγια, έφερα επίσης στον νου, όταν αναρωτιόμασταν τι θα βρούμε να γράψουμε στον τάφο, και κατά δική μου πρόταση, μέσα στην πίκρα μας, ενθουσιασμένοι καταλήξαμε στο δίστιχο του ίδιου του Τάσου «Κάποτε θα ξανάρθω. Είμαι ο μόνος κληρονόμος. Και η κατοικία μου είναι παντού όπου κοιτώ», αλλά και πολλά άλλα πράγματα θυμήθηκα, όπως π.χ. το ρίγος τη στιγμή που μαζί με τη Μαρούσα πιάσαμε στα χέρια μας τα Χειρόγραφα του Φθινοπώρου χωρίς τίτλους, και προσπαθούσαμε -κάτι που επωμίστηκε η Μαρούσα, εν τέλει- να βάλουμε τίτλους.
Τη συγκίνηση, τη μεγάλη συγκίνηση της Μαρίας κατά την επίσκεψή μας μαζί με τον Αντώνη Φωστιέρη, προκειμένου να μας δώσει φωτογραφίες για το αφιέρωμα της «Λέξης», αλλά και τη βαριά θλίψη μας κατά την κηδεία της, αργότερα, τη δική της και της Βασούλας -της τόσο άτυχης Βασούλας- προπάντων.
Τη νοσταλγία για εκείνα τα παλιά μαγέρικα, τέλος, όπου πηγαίναμε με τον Τάσο, την τόσο έντονη και διαπεραστική νοσταλγία, που λέω κάποια μέρα που θα βρέχει να μπω σε ένα από αυτά τα φτωχά καπηλειά, τα καρβουνιάρικα, και πίνοντας βαρελίσιο φτηνό κρασί να θυμηθώ στίχους του.
Μια βραδιά, μάλιστα, κρύα το έπραξα ήδη για να είμαι ειλικρινής, κάπου στον Κεραμεικό, όταν βγήκα από ένα θέατρο όπου έπαιζε ο φίλος μου ο Πάνος Σκουρολιάκος το έργο τού Χουρμούζη Ο Λεπρέντης, μα μόλις άνοιξα την πόρτα του μαγαζιού έκανα πως κάποιον ψάχνω -που δεν τον εύρισκα, φυσικά- και ως εκ τούτου έφυγα, γιατί κατάλαβα από το πώς κοίταζαν την αμφίεσή μου, τη γραβάτα μου και το παλτό, ότι χτύπησα πια σε λάθος πόρτα…
Γιώργος Μαρκόπουλος

markopolulos31uΟ Γιώργος Μαρκόπουλος γεννήθηκε στη Μεσσήνη το 1951 και από το 1965 ζει στην Αθήνα. Σπούδασε οικονομικά. Έχουν κυκλοφορήσει επτά ποιητικές συλλογές του, μία συλλογή με πεζά, δύο τόμοι με κείμενά του για το έργο άλλων ποιητών, δύο μονογραφίες του (μία για το ποδόσφαιρο στην ελληνική ποίηση και μία για το έργο του Τάσου Λειβαδίτη). Το 1996 του απονεμήθηκε το Βραβείο Καβάφη στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου και το 1999 το Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή του Μη σκεπάζεις το ποτάμι (Κέδρος, 1998), ενώ σε μετάφραση Michel Volkovitch εκδόθηκε στα γαλλικά μια επιλογή από όλες τις ποιητικές συλλογές του με τον γενικό τίτλο Ne recouvre pas la riviere (Desmos / Cahiers grecs, Paris, 2000). Το 2011 του απονεμήθηκε το Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή του Κρυφός κυνηγός, ενώ την ίδια χρονιά τιμήθηκε και με το Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών από το Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη για το σύνολο του έργου του. (Βιογραφικά στοιχεία του ποιητή από Μποτίλια Στον Άνεμο, εδώ).

Δεν υπάρχουν σχόλια: