Στον Θέμο ΚΟΡΝΑΡΟ
Κουμπάρε,
σου
γράφω σ' ένα φαρδύ πλατανόφυλλο της Κρήτης,
ζωγραφίζω
με γαλάζιο και κόκκινο το θυμό και το έλεος των χεριών σου
πάνω
στα πήλινα κανάτια που ανασαίνουν στα παράθυρα των χωριατόσπιτων.
Όλοι
ρωτάνε για σένα, κουμπάρε.
Οι
ελιές ανθίζουν και σε χαιρετάνε.
Οι
πορτοκαλιές φυλάνε τα πιο καλά φεγγάρια τους να φέγγουνε τη θύμησή σου.
Όλος
ο λαός κρατάει μ' ευλάβεια μες στα δυο φύλλα της καρδιάς του το όνομα σου
όπως
εσύ κρατάς στα δυνατά σου χέρια το Ευαγγέλιο τις Πατρίδας.
Μη
μας συνεριστείς, κουμπάρε, που δε σου γράφουμε συχνά.
Εσύ
ξέρεις τη σωστή ηλικία των αισθημάτων μας. Δύσκολες μέρες περνάμε.
Πολύ
θα το ' θελα να σεργιανούσαμε μαζί την έναστρη ποίηση
μ'
ένα μαντιλάκι ειρήνη στην τσέπη μας για να σκουπίζουμε τα μέτωπά μας
που
ιδρώνουν στοχασμό και θαυμασμό στο καλοκαίρι της αδελφοσύνης μας.
Πολύ
θα το' θελα να σεργιανάμε λεύτεροι τον κόσμο
χωρίς
να γδέρνονται τα γόνατά μας στα συρματοπλέγματα
χωρίς
να σκοντάφτουμε στα πεσμένα δοκάρια των ίσκιων.
Κουμπάρε
των βουνών και των πουλιών και των απλών ανθρώπων,
τα
χρόνια σου περνάνε από διωγμό σε διωγμό
απ'
το Χαϊδάρι στα μπουντρούμια του Μεσολογγιού
απ'
τη Μακρόνησο στον Άη - Στράτη
δίπλα
στο θάνατο με μια μπουκιά χαμόγελο στο στόμα σου
με
δυο αστραπές απόφαση στη νύχτα των ματιών σου.
Πολλά
αντίσκηνα τρύπησαν απ' τις βροχές και τους ήλιους
πολλές
ψυχές τρύπησαν απ' τις σφαίρες
Έλιωσε
το γαλάζιο πουκάμισο και του φετεινού Μάη.
Έλιωσαν
τα παπούτσια σου στις πέτρες της εξορίας.
Τώρα
ξυπόλυτος περπατάς στην ψυχή μας.
Έρχονται
κάποτε στιγμές που τα λουλούδια μυρίζουν ναφθαλίνη
κι
όλες τις ώρες το νερό μυρίζει αίμα.
Πολλές
σημαίες διπλωθήκαν στο κοντάρι του δισταγμού
πολλοί
καθήσαν σταυροπόδι στον πόνο τους
πολλοί σταυρώσαν τα χέρια τους πάνου στο φόβο
άλλοι
περιμένουν πίσω απ' την πόρτα ν' ακούσουν τ' άρβυλα του ήλιου
άλλοι
δεν πιστεύουν στο ψωμί και στα χέρια τους
άλλοι
κλείνουν τ' αυτιά τους με το κερί του επιταφίου μην ακούσουν τη σάλπιγγα,
μα
εσύ κουμπάρε των απλών ανθρώπων δεν έχεις καμιά πόρτα κλεισμένη
ποτέ
κανείς δεν είδε τη ματιά σου μεσίστια
ποτέ
η ματιά σου δεν ήταν πιο κάτου απ' το μπόι του Έθνους
ποτέ
μια άσπρη τρίχα δε φύτρωσε στα μαλλιά της στοργής σου
ποτέ
δεν έλειψαν τα πεύκα απ' το βουνό της καρδιάς σου.
Σα
θα' ρθει η ώρα θα σου πούμε πόσο σ' αγαπήσαμε.
Κουμπάρε
που στεφάνωσες την καλοσύνη με το θάρρος,
εσύ
που πιάνεις το γονατισμένο φως απ' τις μασχάλες
κι
ανασηκώνεις απ' τη λάσπη την ελπίδα,
μια
μέρα που όλα ήταν σκοτάδι, πέτρα και βλαστήμια
είδες
ένα ανθοπέταλο από μια μυγδαλιά στον ώμο
του βασανιστή σου,
ένα
ανθοπέταλο σα μια σταγόνα φως, σαν επωμίδα αγάπης,
σαν
κλειδαρότρυπα στο ολόκλειστο σκοτάδι, -
από
κει μέσα μπόρεσες να δεις πίσω απ' τη νύχτα τον ασύνορο δρόμο του ανθρώπου
και
στ' όνομα ενός ανθοπέταλου συχώρεσες και τον εχθρό σου ακόμη,
μα
εσένανε, κουμπάρε, δε σου συχωράνε την αγάπη.
Εσύ,
ξυπόλυτο παιδί γυμναζόσουν στα καστανά χωράφια της πατρίδας σου
πότε
πιασμένος απ' τα κλώνια του πλάτανου να δυναμώσεις τα μπράτσα σου
πότε
πιασμένος με τα μάτια απ' τα κρικέλια των άστρων να δυναμώσεις την ψυχή σου
πότε
ξαγρυπνώντας, εσύ κι ο ίσκιος σου, σαν το δραγάτη με το σκύλο του,
στ'
αμπέλια των συχωριανών σου
μαθαίνοντας
μες στη βαθιά σιωπή το αλφάβητο του γαλαξία
μαθαίνοντας
τη γεωγραφία στις φλέβες του καλοκαιριού
μαθαίνοντας
την ιστορία στα χέρια και στα μάτια των προλεταρίων
και
πότε πάλι
πιασμένος
απ' το κοντάρι της Φυλής σου γυμνωμένο απ' τη σημαία
γυμναζόσουν
στο άλμα είς ύψος -
Ο
Ψηλορείτης , σου' λεγαν οι χωριανοί σου οι γέροντες,
είναι
τ' ασκλάβωτο άλογο του Διγενή που πέτρωσε μες στη σκλαβιά του Τούρκου
κι
αν μ' ένα μόνο σάλτο πήδαγες στη ράχη του
το
πέτρινο φαρί θα τίναζε μια χαίτη ακτίνες
και θα κάλπαζε στον κόσμο.
Κι
εσύ , παιδί ανεμόδαρτο και ηλιόντυτο, δοκίμαζες το μέγα πήδημα
μπροστά
στις θειές σου ελιές και στα ξαδέρφια σου τα πεύκα
κάτω
από τις ορμήνειες του παππού σου του ήλιου.
Αργότερα,
στην ξένη πολιτεία που σου γύριζε τις
πλάτες των παραθυριών της,
με
τα ελατίσια χέρια σου κρατούσες το λιγνό πανέρι
που
πούλαγες κουλούρια για να βγάλεις το κουλούρι σου και να σπουδάσεις.
Η
απλή φωνή σου δίσταζε στα λόγια
κόμπιαζε
στο λαρύγγι σου - δε φώναζες
και
τα κουλούρια απόμειναν απούλητα
σκληρά
και στρογγυλά σαν τα μηδενικά στο σχολικό τετράδιο
σαν
τους κρίκους στα πόδια των σκλάβων.
Ώσπου
μια μέρα τέντωσες τα γυμνασμένα νεύρα σου και φώναξες
κι
αντήχησε η φωνή σου κατακόρυφη μπρος στις ψυχρές ευθείες των τοίχων
τόσο
που ο ίδιος τρόμαξες και θάμπωσες απ' την ψηλόκορμη φωνή σου
κι
ύστερα φάρδυνες το βήμα και προχώρησες στην πολιτεία
ανεμίζοντας
τη φωνή σου σα σημαία μπρος στη διαδήλωση των παλμών σου.
Και
τότε
σπάσαν
οι κρίκοι των μηδενικών που σφίγγαν το λαιμό της τόλμης σου,
έμαθες
να μιλάς μπροστά στον ήλιο - ήταν η πρώτη νίκη σου,
έμαθες
να μιλάς γι' αυτούς που πόναγαν και σώπαιναν - ήταν η νίκη μας.
Τώρα
του Ψηλορείτη το άτι ιδρώνει κάτου από τα σκέλια σου,
τώρα
η φωνή σου κυματίζει στην εμπροσθοφυλακή του μέλλοντος.
Κουμπάρε,
εσύ όλα τα ΄δωσες στ' αδέρφια σου,
τίποτα
δεν εκράτησες για σένανε
εξόν
μονάχα απ' τη χαρά να δίνεις και να παίρνουν.
Στο
μέτωπό σου οι αυλακιές του πόνου σου γέμισαν στάχια
κι
είσαι μια θημωνιά πανύψηλη για τ' αλώνι του κόσμου.
Πολύ
λάδι κρατάει το χαμόγελό σου για το σκουτέλι και το λύχνο των φτωχών
πολύ
μπαρούτι τρέχει στις φλέβες σου για το άδικο.
Τώρα
με το μυστρί του στοχασμού σου και του λόγου σου
χτίζεις
κάθε μέρα την πρόσοψη του ορίζοντα.
Κουμπάρε,
πολλά σου χρωστάει ο κόσμος όλος,
κι
εγώ σου χρωστάω ακόμα πιότερα
σου
χρωστάω τη σιγουριά της καλοσύνης μέσα στις πιο πέτρινες ώρες
σου
χρωστάω το φως των ματιών σου που άνοιξε δυό κατάφωτα παράθυρα
πάνου
απ' την πιο νυχτερινή μου σκέψη
μια
νύχτα καταιγίδας που τα χέρια μου δεν έβλεπαν το δρόμο
προς
τα χέρια του αδελφού μου
κι
ακόμα σου χρωστάω εκείνο το βιολί που έβαλες για φεγγίτη μας
στη
σκηνή Α 16 του Άη - Στράτη
κι
έφεξαν δυό δεμάτια στάχια τα μουστάκια του μπάρμπα - Νικόλα
και
πια από τότε δε με φτάνει φως κι αγέρας και σιωπή δίχως τη μουσική του κόσμου
δίχως
μια δοξαριά να πάλλεται στους ελαιώνες της ψυχής μου.
Εσύ,
κουμπάρε, με το παραπάνω ξόφλησες το χρέος σου,
εμείς
κρατάμε αξόφλητο το δικό μας σε σένα.
Αν
τύχει να σου δίνουμε κάποια χαρά
είναι
που ξέρεις πως το ξέρουμε τι σου χρωστάμε. Αυτό δε φτάνει.
Θα'
θελα να' χα να σου στείλω μιαν αλλαξιά ρούχα, ένα μπουκάλι ρακί,
καφέ
και μπόλικα τσιγάρα -
το
ξέρω, κουμπάρε, πως σου χρειάζονται
όταν
στυλώνεις νυχτοήμερα τα γεφύρια
από
καρδιά σε καρδιά
από
λαό σε λαό - σου χρειάζονται
όταν
χτίζεις το μέλλον με τα μεγάλα αγκωνάρια του λόγου σου
όταν
αγρυπνάς στο προσκέφαλο του λαού σου κρατώντας το χέρι του
και
μετρώντας το σφυγμό του,
σου
χρειάζονται ο καφές και το τσιγάρο στην παγκόσμιαν αγρύπνια σου.
Έχω
δει το εργατικό σου χέρι να στεριώνεται σαν πύργος πάνου στο χαρτί,
έχω
δει το τσιγάρο σου να καπνίζει πάνου απ' τα γραφτά σου
σαν
τους καπνοδόχους των χωριών μας το απόβραδο
ετοιμάζοντας
το δίκαιο δείπνο του μόχθου.
Κάθε
σπίτι πρέπει να' χει τον καπνοδόχο του
κάθε
φωτιά το τσουκάλι της
κάθε
τραπέζι το ψωμί του
κάθε
παιδί το βιβλίο του και το τόπι του
και
το δικό σου χέρι πρέπει να' χει το τσιγάρο του και να καπνίζει
όπως
η καμινάδα μιας σοσιαλιστικής φάμπρικάς τα βράδια της ειρήνης.
Χίλιες
φορές, κουμπάρε, τ' ονειρεύτηκα να σου στείλω ένα δέμα
πασχαλιάτικα
αυγά, δυο - τρεις φανέλες ήλιο, καφέ αλεσμένο με τα χέρια
της
μάνας μας Ρωμιοσύνης
και
μπόλικο καπνό βλογημένο απ' τον ιδρώτα των αδελφών μας
να
θυμίζει τ' αγαπημένα σου καπνομάγαζα
τ'
αγαπημένα σου χωράφια που δουλεύεις για τη λευτεριά τους.
Χίλιες
φορές, κουμπάρε, τ' ονειρεύτηκα
να
βάζω στο χαρτονένιο κουτί ένα - ένα τα πράματα ,
πράμα
και φιλί, πράμα και δάκρυ, ζεστά, στρωτά και νοικοκυρεμένα
όπως
η μάνα βάζει τα εσώρουχα της φαμίλιας στην κασέλα
όπως
η ειρήνη βάζει τα σιδερωμένα αισθήματα στη γαλήνη
όπως
εσύ βάζεις το' να φύλλο χαρτί πάνου στ' άλλο
το'
να φύλλο του ήλιου πάνω στ' άλλο
το'
να φύλλο της καρδιάς σου πάνου στ' άλλο
και
το στέλνεις στον κόσμο
χωρίς
κουτιά, κορδέλες, σπάγγους, βουλοκέρια,
ανοιχτό
γράμμα με τη σφραγίδα μόνο του λαϊκού σου σθένους.
Το
ξέρεις, κουμπάρε, πολλές φορές το ονειρεύτηκα.
Δεν
τα κατάφερα. Συμπάθα με.
Όλοι
πολύ μοχτούμε σήμερα για το ψωμί και την ειρήνη.
Τώρα
σου στέλνω μονάχα αυτό το ποίημα
δεμένο
σταυρωτά με τις δειλινές αχτίνες της έγνοιας μου
με
τις αχτίνες της έγνοιας των κουμπάρων σου -
βάζει
η αγάπη μου τα λόγια μου στο στίχο
όπως
βάζει το δέντρο τα λουλούδια του και τους καρπούς του στον ήλιο.
Μακάρι
να σου φέρουν κάτι απ' την καρδιά μου.
Σου
στέλνω τα χαιρετίσματα των βουνών, των πουλιών και των απλών ανθρώπων.
Όλα
τα γράμματά σου τα παίρνουμε , κουμπάρε,
τα
βρίσκουμε κάθε πρωινό κάτου απ' την πόρτα μας ριγμένα με το χέρι του ήλιου. Σ'
ευχαριστούμε
Μην
πικραθείς που' ναι τα μάτια μας κλαμένα -
είναι,
κουμπάρε, απ' τη χαρά μας που σ' έχουμε κουμπάρο.
Ευχαριστούμε.
Απρίλης
– Μάης 1955
Αυτό
το ποίημα έγραψε ο Γιάννης Ρίτσος για τον προλετάριο αγωνιστή λογοτέχνη Θέμο
Κορνάρο, ο οποίος την εποχή που γράφτηκε μάλλον βρισκόταν εξόριστος στον Αη
Στράτη.
Δημοσιεύτηκε
για πρώτη φορά στις 29 Μάη του 1955 στην εφημερίδα «Η Αυγή», και περιλαμβάνεται
στην έκδοση «Γιάννης Ρίτσος, Συντροφικά Τραγούδια», Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2009
(4η έκδοση).
Στην
ίδια έκδοση ο ποιητής με τη μορφή σημείωσης δίνει στον αναγνώστη μερικές
χρήσιμες επεξηγηματικές πληροφορίες, που τον βοηθούν να μπει στο «κλίμα» των
στίχων του.
«ΣΗΜΕΙΩΣΗ:
Ο Θέμος Κορνάρος συνηθίζει να λέει όλους «κουμπάρους», κι όλοι τον φωνάζουν: Κουμπάρο.
Το Ανθοπέταλο της Μυγδαλιάς είναι αληθινή ιστορία που τη διηγείται ο Κορνάρος.
Το ίδιο και το Πέτρινο Άλογο του Διγενή, ο Ψηλορείτης, είναι απ’ τις παιδικές
αναμνήσεις του. Το ίδιο και η ιστορία του Κουλουρτζή. Εγώ δεν έκανα άλλο παρά
να τα μεταγράψω στο στίχο με το φόβο πως
θα χάσουν τη θέρμη και λάμψη που έχουν στο στόμα αυτού του εξαίσιου αφηγητή,
του Θέμου Κορνάρου, του Κουμπάρου μας.
Συχνά
θεωρούμε κάποιες εικόνες και κάποιους στίχους των ποιητών σαν ανεύθυνες
παραδοξολογίες, σαν αυθαιρεσίες. Κάποτε, βέβαια, είναι έτσι. Μα γενικεύοντας
αυτή την άποψη φτάνουμε να δυσπιστούμε στους περισσότερους στίχους και ν’
αποδίδουμε αυτή τη μορφή λίγο – πολύ σ’ όλους τους ποιητές. Για ν’ αποφύγω μια
τέτια παρεξήγηση νιώθω την ανάγκη να διευκρινίσω το στίχο: «ΕΚΕΙΝΟ ΤΟ ΒΙΟΛΙ ΠΟΥ
ΕΒΑΛΕΣ ΓΙΑ ΦΕΓΓΙΤΗ Μας ΣΤΗ ΣΚΗΝΗ Α 16». Ο Κουμπάρος, ανεξάντλητος σ’
εφευρετικότητα, μας έφερε, όταν χτίζαμε τη σκηνή μας, ένα ατελείωτο παρατημένο
βιολί κάποιου συνεξόριστου, να το βάλουμε για κάδρο του παραθύρου στο άνοιγμα
της σκηνής – φυσικά, το σκελετό του βιολιού. Έτσι κι έγινε. Το βιολί φεγγίτης.
Ο Μπάρμπα – Νικόλας που αναφέρεται σ’ αυτό το ποίημα δεν είναι άλλος απ’ το
Νικόλα Στασινό που τον μετέφεραν σε αφασία απ’ τον Αη – Στράτη, τυλιγμένον σε
μια κουβέρτα. Σε δυο μέρες πέθανε χωρίς να μιλήσει, χωρίς να προφτάσει να τον
δει η γυναίκα του και το παιδί του. Μέναμε στην ίδια σκηνή με το βιολί –
φεγγίτη.
Γ.Ρ.»
Σε
ιστοσελίδες (που δημοσιεύουν απόσπασμα από το ποίημα) αναφέρεται εσφαλμένα ότι το ποίημα γράφτηκε
μετά τον θάνατο του Θ. Κορνάρου. Ο ποιητής άλλωστε συνήθιζε να προσθέτει κάτω από
τα ποιήματά του την ημερομηνία που τα έγραψε. Τους… διαψεύδει
και ο ίδιος ο Κορνάρος ο οποίος έστειλε από τον Αη Στράτη όπου βρισκόταν
εξόριστος ένα ευχαριστήριο γράμμα στον ποιητή (δημοσιεύτηκε αργότερα στον
Ριζοσπάστη) και το οποίο παρουσιάζουμε σήμερα από τη στηθάγχη. Για την ιστορία,
ο Θέμος Κορνάρος έφυγε από τη ζωή το 1970.
Το
γράμμα που έγραψε ο Θέμος Κορνάρος και έστειλε από τον Αη Στράτη όπου βρισκόταν
εξόριστος, ως απάντηση στο ποίημα του Γιάννη Ρίτσου:
«…Δεν
είμαι ένας, μα χιλιάδες,
όχι
μονάχα οι ζωντανοί
κι
οι πεθαμένοι μ’ ακλουθάνε
σε
μιαν αράδα σκοτεινή…
Κ.
ΒΑΡΝΑΛΗΣ
Αγαπημένε
μου ποιητή. Διαβάζω το χαιρετισμό σου και κλαίω. Σου γράφω για να μην πλαντάξω
από υπερηφάνεια κι από συγκίνηση για τον ποιητή του καιρού και του γένους μας.
Μα δεν είναι μηδ’ ο Γιάννης Ρίτσος, που δίνει αυτή τη συγκίνηση, μηδ’ ο Θέμος
Κορνάρος ο αποδέκτης της. Χάσαμε ποιητή ―τι χαρά!― την ατομική μας ταυτότητα μέσα στις φάλαγγες
της Ιστορικής πορείας. Κι ένας άλλος μεγάλος ποιητής μάς υπόγραψε από χρόνια
πολλά τη νέα ταυτότητα. Αυτήν που αντιγράφω αρχή-αρχή! Του φιλώ με σεβασμό το
χέρι, που με τόση στοργή και σοφία μάς οδήγησε μεσ’ από νύχτες πηχτές για να
γνωρίσουμε τον εαυτό μας. Διάβασα το ποίημά σου· χιλιάδες μάτια ολόγυρά μου με
κυττάνε. Χιλιάδες μάτια από μέσα σου βλέπουνε με τα δικά μου μάτια, να δούμε
πως θα φερθώ. Κι έκλαψα. Χωρίς να ντρέπουμαι. Γιατί δεν είμουν εγώ!
Άταφοι
μείνανε οι όμορφοι νεκροί των αγώνων του Έθνους μας στις μεγάλες στράτες. Τους
δώκαμε, ποιητή, προσωρινό τάφο την καρδιά μας. Κι οι αγωνιστές που απομένουν
ζωντανοί ολόγυρά μας, ξέρουνε τι πολύτιμο φορτίο κουβαλούμε και γι’ αυτό
κυττάζουνε σε τέτοιες στιγμές όχι εμένα μα εκείνους τους αγαπημένους που
συνωστίζονται στις στρατιές της Μνήμης και της Καρδιάς. Είναι οι στιγμές που
σμίγουν και μιλούν οι πεθαμένοι με τους ζωντανούς, μέσα στη ματιά μας, στην
κίνηση του προσώπου, στο γραφτό και στον άγραφτο λόγο.
Και
τα δάκρυα που φανήκανε στα μάτια μου, διαβάζοντάς σε, κι οι αστραπές που
τιναχτήκανε, κι η ομορφιά που πήρανε αυτά τα μάτια, δεν είτανε μήδε δάκρυα μήδε
ομορφιά προσωπική, ραντεβού και κουβέντα είταν των ζωντανών και των πεθαμένων
αγωνιστών, που έλεγε για κάτι καινούργιο που φάνηκε στην αλωνίστρα την
Ελληνική: Το ποίημά σου Γιάννη Ρίτσο.
Το
άγαλμα που ύψωσες για τον αγωνιστή ― τύπο του καιρού μας. Η πρώτη δικαίωση των
θυσιών και του μόχθου των Ελλήνων. Κάποιο οικόπεδο σου χρειάστηκε για το
Μνημείο. και κάποιο όνομα. Πήρες γι’ αυτή τη δουλειά την καρδιά και το όνομά
μου. Το ίδιο θα ’κανε όποιο κι αν διάλεγες από τις χιλιάδες που μας
τριγυρίζουν, από γνωστά κι άγνωστα ονόματα του Λαού των Ελλήνων. Σημασία έχει
το ίδιο το άγαλμα. Και πιο μεγάλη ακόμη το ότι ο Λαός εγνώρισε τους αγώνες και
τις θυσίες και τη φάτσα του σ’ αυτό το έργο. Και χρησιμοποιεί τα δικά μου τα
μάτια για μπαλκόνι, κι αποκρεμιέται για
να ιδεί και να θαυμάσει. Στα δάκρυά μου και στην περηφάνεια μου είναι ο
χαιρετισμός, και ο θαυμασμός και η περηφάνεια του για τον ποιητή του.
Εγώ
προσωπικά, Γιαννιό, τι να σου στείλω και τι να σου πω; Δεν έχω τίποτα δικό μου.
Μόνο έναν κόσμο αγάπη μέσα μου, που με κάνανε πληρεξούσιο αυτοί που την
αποθηκέψανε, να τη μοιράζω απλόχερα σα χάδι και σα φάρμακο, στους καλούς και
στους κακούς της Γης.
Είναι
πολύ βαρειά δουλειά το να ξέρεις ν’ αγαπάς σαν πληρεξούσιος της μάζας. Δεν τη
φοβούμαι αυτή τη δουλειά για σένα Ποιητή.
Καλή
δύναμη
Ο
αδερφός σου απ’ την εξορία
ΘΕΜΟΣ
ΚΟΡΝΑΡΟΣ»
***
Φέτος
συμπληρώνονται 35 χρόνια από τον θάνατο του Θέμου Κορνάρου. Ο σημαντικός αυτός συγγραφέας με το πλούσιο
έργο και την αγωνιστική δράση, με τα οποία υπερασπίστηκε τα δίκια του λαού και
υπηρέτησε τα ιδανικά του σοσιαλισμού-κομμουνισμού γνωρίζοντας αμείλιχτους και
σκληρούς διωγμούς, παραμένει άγνωστος στο πλατύ κοινό.
Η
ανάρτηση γίνεται με αφορμή την ΕΚΔΗΛΩΣΗ προς τιμήν του που συν-διοργανώνει το
ηλεκτρονικό περιοδικό ΑΤΕΧΝΩΣ την Τετάρτη 6 Μάη (λεπτομέρειες μπορείτε να δείτε
ΕΔΩ) και αφιερώνεται στη μνήμη του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου