Διήγημα
του Κώστα Παρορίτη από τη συλλογή του «Οι νεκροί της ζωής» (εκδόσεις Σύγχρονη
Εποχή). Μας το έστειλε ο αναγνώστης μας Φάνης Πάρης, με αφορμή την πρόσφατη
περιφορά «αγίων λειψάνων» σε δημόσια νοσοκομεία…
Χαμένη
ελπίδα
Η
γριά βγήκε από τη μικρή καμαρούλα πατώντας στα νύχια κι ήρθε και κάθισε
σταυροπόδι δίπλα στο τζάκι. Η φωτιά λαμποκοπούσε κι όξω ο αέρας σφύριζε· στα
κεραμίδια δυο γάτες κυνηγιόντανε νιαουρίζοντας. Ο γέρος Κωσταντής έσκυβε το
κεφάλι σταβρώνοντας τα χέρια στο στήθος του. Ανάμεσά τους καθότανε ο Γιάννης,
τ’ όμορφο παληκάρι που τον είχανε πάρει από μικρό και θα τον κάνανε και γαμπρό
στην κόρη τους, την Καλομοίρα.
–
Τι κάνει; ρώτησε σιγαλά ο γερο-Κωσταντής.
–
Ήσυχη είναι τώρα, αποκρίθηκε η γριά.
Η
γριά ανασκάλεψε τη φωτιά· η αγωνία είτανε ζουγραφιστή στα πρόσωπα ολωνών. Όλοι
σκυμμένοι κοιτάζανε τις σπίθες των ξύλων και τη στάχτη την ασημένια που
λίγη-λίγη σωριαζότανε χάμω με άπειρα διαμαντάκια στη μέση. Άξαφνα ακούστηκε από
τη μέσα κάμαρα ένα βογγητό. Η γριά σηκώθηκε σα να τηνε κούνησε μηχανή κι έτρεξε
βιαστική μέσα. Τα βογγητά επαναληφτήκανε κι έπειτα πάψανε· η γριά ήρθε και
ξανακάθισε στη θέση της αμίλητη.
–
Δεν πάει καλά, μουρμούρισε ο Γιάννης.
–
Χωρίς γιατρό τόσες μέρες…
Ο
γέρος τονε κοίταξε μια στιγμή και πάλε ξανάσκυψε το κεφάλι· ο Γιάννης σώπασε·
έπειτα ξανάρχισε.
–
Χωρίς γιατρό… κι η κάψα να μην πέφτη… πού θα καταντήσει έτσι…
Ακούστηκε
ένα τσιτσιριτό· ο γέρος ανασήκωσε τα μάτια του, είδε το καντήλι που ζύγωνε να
σβήση κι είπε στη γριά:
–
Το καντήλι τσιτσιρίζει. Δε σηκώνεσαι να του ρίξης λίγο λάδι;
Η
γριά κατέβασε το καντήλι μπροστά από τη μαυροκαπνισμένη εικόνα, πέταξε την
κάφτρα, έχυσε λάδι στο ποτήρι κι η φλόγα ξαναζωντάνεψε.
–
Χωρίς γιατρό… –μουρμούρισε πάλε ο Γιάννης– κρίμα στο κορίτσι.
Ο
γέρος πάλε δεν αποκρίθηκε.
–
Δε λες τίποτα, πατέρα, και συ; Έτσι θα την αφήσουμε, χωρίς γιατρό; ξανάπε ο
Γιάννης.
–
Τι να πω; –μουρμούρισε ο γέρος– ό,τι είναι θέλημα Κυρίου να γίνη θα γίνη.
–
Θέλημα Κυρίου, στέναξε ο Γιάννης και, αφού σηκώθηκε από χάμω, άρχισε να
περπατάη μέσα στην κάμαρα.
Έπειτα
στάθηκε στο παραθύρι και μέσα από το ραγισμένο τζάμι κοίταζε τον κατάμαυρο
ουρανό. Έπειτα ζύγωσε στη διπλανή κάμαρα και αφουγκράστηκε προσεχτικά κάμποση
ώρα.
–
Δε μου ’πες, αλήθεια, τι θέλει ο παπα-Ηλίας που πάει κι έρχεται; ρώτησε ο
Γιάννης.
–
Από τη μέρα που ’πεσε χάμω η Καλομοίρα μας δεν πέρασε μέρα που να μη μας
επισκεφτή.
Ο
γερο-Κωσταντής τον κοίταξε στα μάτια.
–
Ο παπα-Ηλίας είναι άγιος άνθρωπος, παιδί μου. Κι αν έρχεται στο σπίτι μας, για
καλό μας έρχεται.
–
Δε λέω όχι, πατέρα. Μα θα ’θελα να ξέρω τι λέτε. Συχνά σας βλέπω να
κρυφωκουβεντιάζετε. Τρέχει τίποτα;
–
Τι άλλο θες να τρέχη; Η Καλομοίρα μας είναι άρρωστη.
–
Γι’ αυτήν, το λοιπό, λέτε;
–
Για ποιόνε θέλεις να λέμε, παιδί μου; Ο παπα-Ηλίας είναι αληθινά άγιος. Αν
είναι να γιάνη η Καλομοίρα μας, μόνο ο παπα-Ηλίας μπορεί να τηνε γιάνη. Από
γιατρούς δεν είναι προκοπή. Ο Θεός άμα θέλει… και τη μακαρίτισα την αδερφή μου
οι γιατροί την φάγανε… Μα ανάθεμα τη φτώχεια, παιδί μου!
Ο
Γιάννης σκέφτηκε λίγο.
–
Αν είναι για την Καλομοίρα, πατέρα, να σκίσω τη γις να βρω τα λεφτά που
χρειάζουνται. Μα πες μου, τι τρέχει; Έχει τίποτις γιατρικά ο παπα-Ηλίας που
κουστίζουνε;
Τη
στιγμή κείνη, οι γάτες που μαλλώνανε στα κεραμίδια ουρλιάξανε άγρια. Κομματάκια
ασβέστι πέσανε από το νταβάνι στο κεφάλι του γέρου. Ο αέρας που κατέβαινε από
την καμινάδα σκορπίζανε τον καπνό μέσα στην κάμαρα. Τα μάτια ολωνών είτανε
δακρυσμένα. Η γριά κουνούσε το κεφάλι της δεξιά κι αριστερά σαν απελπισμένη.
–
Έχει, παιδί μου. Γιατρικά που είναι ένα κι ένα. Έχει άγια λείψανα, τίμιο ξύλο
από τον Άγιο Τάφο και σταυρολούλουδα από τον τάφο του Χριστού. Μα χρειάζουνται
παράδες για όλα αυτά και πού να βρεθούνε.
Ο
γέρος αναστέναξε.
–
Για διακόσιες δραχμές χάνω το παιδί μου, μουρμούρισε και τα μάτια του
βουρκώσανε.
Ο
Γιάννης σωπούσε.
–
Δεν είναι καλίτερα, πατέρα, να τις δώσουμε στους γιατρούς αυτές τις δραχμές, αν
έδινε ο Θεός και τις οικονομούσαμε;
Ο
γέρος τονε κοίταξε με έκπληξη.
–
Κουνήσου από τη θέση σου, παιδί μου! Κάνε το σταυρό σου! Αυτό που λες είναι
βλαστήμια! Τι έχουνε να κάμουνε οι άνθρωποι μπροστά στα άγια λείψανα;
Και
λέγοντας αυτά, ο γερο-Κωσταντής σταυροκοπήθηκε με ευλάβεια.
Η
γριά έρριξε λίγα κλήματα στη φωτιά. Έκανε κρύο μέσα στην κάμαρα. Ένα τζάμι
είτανε σπασμένο κι ο αέρας έμπαινε σφυριχτά· η γριά σηκώθηκε, πήρε ένα ρούχο
και στούπωσε με αυτό την τρύπα για να μην μπαίνη το κρύο. Ο Γιάννης σηκώθηκε
από χάμω.