Τετάρτη 27 Μαΐου 2015

«Τι έχουνε να κάμουνε οι άνθρωποι μπροστά στα άγια λείψανα;»… (Χαμένη ελπίδα, Κ. Παρορίτης)


Διήγημα του Κώστα Παρορίτη από τη συλλογή του «Οι νεκροί της ζωής» (εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή). Μας το έστειλε ο αναγνώστης μας Φάνης Πάρης, με αφορμή την πρόσφατη περιφορά «αγίων λειψάνων» σε δημόσια νοσοκομεία…

Χαμένη ελπίδα

Η γριά βγήκε από τη μικρή καμαρούλα πατώντας στα νύχια κι ήρθε και κάθισε σταυροπόδι δίπλα στο τζάκι. Η φωτιά λαμποκοπούσε κι όξω ο αέρας σφύριζε· στα κεραμίδια δυο γάτες κυνηγιόντανε νιαουρίζοντας. Ο γέρος Κωσταντής έσκυβε το κεφάλι σταβρώνοντας τα χέρια στο στήθος του. Ανάμεσά τους καθότανε ο Γιάννης, τ’ όμορφο παληκάρι που τον είχανε πάρει από μικρό και θα τον κάνανε και γαμπρό στην κόρη τους, την Καλομοίρα.
– Τι κάνει; ρώτησε σιγαλά ο γερο-Κωσταντής.
– Ήσυχη είναι τώρα, αποκρίθηκε η γριά.
Η γριά ανασκάλεψε τη φωτιά· η αγωνία είτανε ζουγραφιστή στα πρόσωπα ολωνών. Όλοι σκυμμένοι κοιτάζανε τις σπίθες των ξύλων και τη στάχτη την ασημένια που λίγη-λίγη σωριαζότανε χάμω με άπειρα διαμαντάκια στη μέση. Άξαφνα ακούστηκε από τη μέσα κάμαρα ένα βογγητό. Η γριά σηκώθηκε σα να τηνε κούνησε μηχανή κι έτρεξε βιαστική μέσα. Τα βογγητά επαναληφτήκανε κι έπειτα πάψανε· η γριά ήρθε και ξανακάθισε στη θέση της αμίλητη.
– Δεν πάει καλά, μουρμούρισε ο Γιάννης.
– Χωρίς γιατρό τόσες μέρες…
Ο γέρος τονε κοίταξε μια στιγμή και πάλε ξανάσκυψε το κεφάλι· ο Γιάννης σώπασε· έπειτα ξανάρχισε.
– Χωρίς γιατρό… κι η κάψα να μην πέφτη… πού θα καταντήσει έτσι…
Ακούστηκε ένα τσιτσιριτό· ο γέρος ανασήκωσε τα μάτια του, είδε το καντήλι που ζύγωνε να σβήση κι είπε στη γριά:
– Το καντήλι τσιτσιρίζει. Δε σηκώνεσαι να του ρίξης λίγο λάδι;
Η γριά κατέβασε το καντήλι μπροστά από τη μαυροκαπνισμένη εικόνα, πέταξε την κάφτρα, έχυσε λάδι στο ποτήρι κι η φλόγα ξαναζωντάνεψε.
– Χωρίς γιατρό… –μουρμούρισε πάλε ο Γιάννης– κρίμα στο κορίτσι.
Ο γέρος πάλε δεν αποκρίθηκε.
– Δε λες τίποτα, πατέρα, και συ; Έτσι θα την αφήσουμε, χωρίς γιατρό; ξανάπε ο Γιάννης.
– Τι να πω; –μουρμούρισε ο γέρος– ό,τι είναι θέλημα Κυρίου να γίνη θα γίνη.
– Θέλημα Κυρίου, στέναξε ο Γιάννης και, αφού σηκώθηκε από χάμω, άρχισε να περπατάη μέσα στην κάμαρα.
Έπειτα στάθηκε στο παραθύρι και μέσα από το ραγισμένο τζάμι κοίταζε τον κατάμαυρο ουρανό. Έπειτα ζύγωσε στη διπλανή κάμαρα και αφουγκράστηκε προσεχτικά κάμποση ώρα.
– Δε μου ’πες, αλήθεια, τι θέλει ο παπα-Ηλίας που πάει κι έρχεται; ρώτησε ο Γιάννης.
– Από τη μέρα που ’πεσε χάμω η Καλομοίρα μας δεν πέρασε μέρα που να μη μας επισκεφτή.
Ο γερο-Κωσταντής τον κοίταξε στα μάτια.
– Ο παπα-Ηλίας είναι άγιος άνθρωπος, παιδί μου. Κι αν έρχεται στο σπίτι μας, για καλό μας έρχεται.
– Δε λέω όχι, πατέρα. Μα θα ’θελα να ξέρω τι λέτε. Συχνά σας βλέπω να κρυφωκουβεντιάζετε. Τρέχει τίποτα;
– Τι άλλο θες να τρέχη; Η Καλομοίρα μας είναι άρρωστη.
– Γι’ αυτήν, το λοιπό, λέτε;
– Για ποιόνε θέλεις να λέμε, παιδί μου; Ο παπα-Ηλίας είναι αληθινά άγιος. Αν είναι να γιάνη η Καλομοίρα μας, μόνο ο παπα-Ηλίας μπορεί να τηνε γιάνη. Από γιατρούς δεν είναι προκοπή. Ο Θεός άμα θέλει… και τη μακαρίτισα την αδερφή μου οι γιατροί την φάγανε… Μα ανάθεμα τη φτώχεια, παιδί μου!
Ο Γιάννης σκέφτηκε λίγο.
– Αν είναι για την Καλομοίρα, πατέρα, να σκίσω τη γις να βρω τα λεφτά που χρειάζουνται. Μα πες μου, τι τρέχει; Έχει τίποτις γιατρικά ο παπα-Ηλίας που κουστίζουνε;
Τη στιγμή κείνη, οι γάτες που μαλλώνανε στα κεραμίδια ουρλιάξανε άγρια. Κομματάκια ασβέστι πέσανε από το νταβάνι στο κεφάλι του γέρου. Ο αέρας που κατέβαινε από την καμινάδα σκορπίζανε τον καπνό μέσα στην κάμαρα. Τα μάτια ολωνών είτανε δακρυσμένα. Η γριά κουνούσε το κεφάλι της δεξιά κι αριστερά σαν απελπισμένη.
– Έχει, παιδί μου. Γιατρικά που είναι ένα κι ένα. Έχει άγια λείψανα, τίμιο ξύλο από τον Άγιο Τάφο και σταυρολούλουδα από τον τάφο του Χριστού. Μα χρειάζουνται παράδες για όλα αυτά και πού να βρεθούνε.
Ο γέρος αναστέναξε.
– Για διακόσιες δραχμές χάνω το παιδί μου, μουρμούρισε και τα μάτια του βουρκώσανε.
Ο Γιάννης σωπούσε.
– Δεν είναι καλίτερα, πατέρα, να τις δώσουμε στους γιατρούς αυτές τις δραχμές, αν έδινε ο Θεός και τις οικονομούσαμε;
Ο γέρος τονε κοίταξε με έκπληξη.
– Κουνήσου από τη θέση σου, παιδί μου! Κάνε το σταυρό σου! Αυτό που λες είναι βλαστήμια! Τι έχουνε να κάμουνε οι άνθρωποι μπροστά στα άγια λείψανα;
Και λέγοντας αυτά, ο γερο-Κωσταντής σταυροκοπήθηκε με ευλάβεια.
Η γριά έρριξε λίγα κλήματα στη φωτιά. Έκανε κρύο μέσα στην κάμαρα. Ένα τζάμι είτανε σπασμένο κι ο αέρας έμπαινε σφυριχτά· η γριά σηκώθηκε, πήρε ένα ρούχο και στούπωσε με αυτό την τρύπα για να μην μπαίνη το κρύο. Ο Γιάννης σηκώθηκε από χάμω.

Τρίτη 12 Μαΐου 2015

Ο Θάνος Μικρούτσικος γράφει για τον Ναζίμ Χικμέτ


«Για πρώτη φορά ήρθα σε επαφή με το έργο του Χικμέτ ένα ανοιξιάτικο βράδυ του 1966. Φοιτητής στο Πανεπιστήμιο είχα γυρίσει το βράδυ στο σπίτι μου εξαντλημένος από μία διαδήλωση από τις πολλές που γίνονταν τότε καθημερινά στο κέντρο της Αθήνας. Μας είχαν επιτεθεί οι ακροδεξιοί της ΕΚΟΦ με καδρόνια, σίδερα και ξύλα στα Προπύλαια με τη συμπαράσταση της αστυνομίας. Κάποιος αστυνομικός με έβαλε στο μάτι και άρχισε να με κυνηγάει. 

Μπροστά εγώ, πίσω αυτός περάσαμε την Ακαδημίας, στρίψαμε στην Πατησίων και μετά από 2 χιλιόμετρα στο ύψος της οδού Κεφαλληνίας με πλησίασε επικίνδυνα αλλά γλίστρησε και έφαγε το ξύλο της χρονιάς του από διερχόμενους δημοκρατικούς πολίτες. Κατέληξα στο σπίτι μου στην Κυψέλη. Ψόφιος απ' την κούραση, έπεσα στο κρεβάτι για να κοιμηθώ. Πήρα στα χέρια μου ένα βιβλίο για να το ξεφυλλίσω και να κλείσουν τα μάτια μου. Ολη τη νύχτα διάβαζα. Με είχε συνταράξει. Ηταν "Οι Ρομαντικοί" του Ναζίμ Χικμέτ. Στις 7 το πρωί το είχα τελειώσει και από τότε παρέμεινα αιώνιος θαυμαστής του.



Το 1970, στην πιο σκληρή περίοδο της χούντας αρχίζω να μελοποιώ ποιήματά του. Τελείωσα σχεδόν αμέσως την "Πιο όμορφη θάλασσα", το "Αυτό είναι" και τη "Μαδρίτη" στη μετάφραση του Γιώργου Παπαλεονάρδου και συνέχισα με τις μεταφράσεις του Ρίτσου.

Τα τραγούδια μου στην ποίηση του Χικμέτ ήταν αδύνατο να κυκλοφορήσουν στην περίοδο της δικτατορίας. Κομμουνιστής ποιητής, κομμουνιστής μεταφραστής, αναρχοκομμουνιστής ο νεαρός συνθέτης.

Ηρθε η μεταπολίτευση το καλοκαίρι του 1974. Ενα πρωί άρχισα να μελοποιώ το τελευταίο ποίημα του Ναζίμ που μέχρι τότε μου αντιστεκόταν. Ηταν το "Αν η μισή μου καρδιά". Και έφτιαξα την πιο ωραία μελωδία απ' όσα τραγούδια είχα συνθέσει μέχρι τότε. Απλή, κυκλική, άμεση. Ημουνα πολύ χαρούμενος, ευτυχισμένος θα έλεγα. Το απόγευμα πήρα το λεωφορείο για να πάω στο Σύνταγμα, τόπος συνάντησης όλων μας με καθημερινές συναυλίες, διαδηλώσεις και έντονες συζητήσεις.

Οταν πλησίασα ακούω ένα τραγούδι από μια άγνωστη σε μένα γυναικεία φωνή που με άλλη, πιο περίπλοκη μελωδία τραγουδούσε το "Αν η μισή μου καρδιά". Βιάστηκα να πάω στην εξέδρα και είδα όρθιο τον Μάνο Λοΐζο να διευθύνει το τραγούδι. Σοκαρίστηκα! Ο Μάνος - καλός μου φίλος - ήταν πολύ γνωστός συνθέτης και σίγουρα είχε προτεραιότητα στην έκδοση του τραγουδιού σε δίσκο. Σιχτίριζα την τύχη μου που ενώ είχα γράψει το πιο ωραίο μου τραγούδι έπεφτα πάνω στον Λοΐζο, που είχε όλες τις δυνατότητες στα χέρια του.

Πέρασαν κάμποσοι μήνες και ο Λοΐζος δεν εξέδιδε τον Χικμέτ. Η Μαρία Δημητριάδη με παρακάλεσε να κάνουμε ένα δίσκο 45 στροφών με το "Αν η μισή μου καρδιά" και το "Αυτό είναι". Οταν τελειώσαμε την ηχογράφηση πήγε τη δουλειά στον Αλέκο Πατσιφά, ο οποίος ενθουσιάστηκε και μου πρότεινε ένα μεγάλο ολοκληρωμένο δίσκο με τα τραγούδια του Χικμέτ αλλά και του Μπίρμαν, που είχα εν τω μεταξύ μελοποιήσει. Τα "Πολιτικά Τραγούδια" πήραν το δρόμο τους.

Λίγα χρόνια μετά η φιλία μου με τον Λοΐζο δυνάμωσε και οι συναντήσεις μας ήταν καθημερινές και πολύωρες. Μια μέρα μου εξομολογήθηκε ότι ήμουν η αιτία που δεν ξαναδούλεψε και δεν ολοκλήρωσε τη δουλειά του στον Χικμέτ. "Μπήκες στο μεδούλι του", μου είπε, "ενώ εγώ έμεινα στην αρχή της διαδρομής". Ο πιο σπουδαίος μελωδός της γενιάς μου ήταν γενναιόδωρος, χωρίς κόμπλεξ και μικροκακίες. Είναι, λοιπόν, χρέος μου να παρουσιάσω μερικά από τα τραγούδια του που επί της ουσίας μείνανε στο συρτάρι.

Τον Χικμέτ μπορείς να τον γνωρίσεις από τα τραγούδια του γιατί αν και το έργο του είναι απέραντο σε έκταση και ποικιλία - ποίηση, θέατρο, κοινωνικοπολιτικές μπροσούρες, άρθρα, δημοσιογραφία - πρώτα απ' όλα είναι το τραγούδι. Τραγούδι επικολυρικό σε μια κατευθείαν ανταπόκριση με τα γεγονότα της εποχής του.

Η ποίησή του είναι βαθιά λαϊκή όχι μόνο γιατί ακουμπάει τις λαϊκές πηγές, τις λαϊκές καλλιτεχνικές παραδόσεις αλλά γιατί ανανεώνει την παράδοση προτείνοντας καινούργια στοιχεία. Δεν είναι αντιγραφή και μίμηση της λαϊκής τέχνης αλλά συμπορεύεται με τις λαϊκές δυνάμεις, που τις εκφράζει δυναμικά και όχι στατικά με τυποποιημένες μορφές. Και ακριβώς γι' αυτό η Τέχνη του είναι πρωτοποριακή και μοντέρνα. Δεν παρακολουθεί το λαό - όπως αναφέρει ο Ρίτσος - σε μια σταματημένη ιστορική στιγμή αλλά στη διαρκή του κίνηση. Η ποίηση του Χικμέτ περιέχει ταυτοχρόνως και το ΟΛΟΝ και τον ΑΛΛΟ. Βαθιά κοινωνική, βαθιά ανθρώπινη, απέριττη και δίδαγμα ευθύνης του καλλιτέχνη μπροστά στην εποχή του και μπροστά στον κόσμο.

Και κάτι τελευταίο προσωπικό. Κάλεσαν την Μαρία Δημητριάδη κι εμένα στην Κωνσταντινούπολη το 1978 σε μια βραδιά αφιερωμένη στον Ναζίμ Χικμέτ για τα 15 χρόνια από το θάνατό του. Στο θέατρο "Ταξίμ" 8 χιλιάδες θεατές άρχισαν να τραγουδάνε στα ελληνικά το "Αν η μισή μου καρδιά". Ηταν η πιο συγκινητική στιγμή της ζωής μου που δεν θα ξεχάσω ποτέ. Και αυτή η στιγμή, που για μένα κρατάει 37 χρόνια, αποδεικνύει ότι δεν γίνεται να μην έρθει κάποτε εκείνη η κοινωνία στην οποία ο Ποιητής θα ψαρεύει και ο Ψαράς θα γράφει ποιήματα. Στο χέρι μας είναι».

Θάνος Μικρούτσικος

(Το κείμενο γράφτηκε με αφορμή τη συναυλία του Θ. Μικρούτσικου στην αίθουσα συνεδρίων του ΚΚΕ το Σάββατο 16 Μάη. Αναδημοσιεύεται από τον Ριζοσπάστη της  10/2/2015)

Κυριακή 10 Μαΐου 2015

ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑ - ΘΥΣΙΑΣΤΗΡΙΟ: Δύο ανέκδοτα ποιήματα από το αρχείο του ποιητή Γιώργου Κοτζιούλα

Ο Γιώργος Κοτζιούλας (1909 Ηπειρος - 1956 Αθήνα) υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους και πολυγραφότερους Ελληνες δημιουργούς. Ασχολήθηκε με όλα τα είδη της λογοτεχνίας. Το έργο του, σημαντικό και πληθωρικό, παραμένει σε μεγάλο τμήμα του ανέκδοτο. Δύο ανέκδοτα ποιήματα από το αρχείο του παρουσιάζονται σήμερα. Αναφέρονται στην εργατική Πρωτομαγιά και στην εκτέλεση των διακοσίων κομμουνιστών την Πρωτομαγιά του 1944 στην Καισαριανή. Το πρώτο γράφτηκε στις 30 Απρίλη του 1944, δηλαδή μια μέρα πριν απ' την εκτέλεση των διακοσίων, κι έχει τίτλο «Πρωτομαγιά». Το δεύτερο μια βδομάδα αργότερα, στις 7-5-1944, με τίτλο «Θυσιαστήριο». Είναι γραμμένα στην Ηπειρο, όπου ο Κοτζιούλας βρισκόταν με τους αντάρτες του ΕΑΜ - ΕΛΑΣ. Το «Θυσιαστήριο» έχει μελοποιηθεί (όπως και άλλα 5 ποιήματα του Κοτζιούλα) από τον Αλέκο Ξένο, γνωστό συνθέτη - και της Εθνικής Αντίστασης. Τα παραθέτουμε κρατώντας την ορθογραφία του ποιητή:

ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑ

Χέρια ξαμώνουν αλύγιστα, μύριες φωνές στον αέρα,
τα πεζοδρόμια φλογίζουνται πάλι με ράντισμα αχνό,
πέφτουν, πεθαίνουν στυλώνοντας βλέμμα πυρό στην παντιέρα.
Βόγγοι, κατάρες, ανάθεμα φτάσαν ως τον ουρανό.
Α πούθ' αυτή η ανθρωποθάλασσα νάχει η βαρειά ξεκινήσει;
Ποιος θ' αντισκόψει τη φόρα σου κατεβασιά της οργής;
Ηρθε του χρόνου το πλήρωμα, ζύγωσ' η αλύπητη κρίση,
κι ω τέρας που μας δυνάστευες, στο αίμα σου πια θα πνιγείς.
Πούν' η δροσιά, η κοκινάδα σας κλώστρες, μοδίστρες, υφάντρες;
Ρέβουνε μέσα στις φάμπρικες κι οι καπνεργάτριες, αυτές
που τα σκυλιά τα λυσσάρικα σύραν αδέρφια τους, άντρες
μες σε κελλιά πεντασκότεινα, σ' αφορεσμένες αχτές.
Μα όσοι γλυτώσαν, απόμειναν, μ' ατσαλωμένη τη γνώμη,
τόσον καιρό που το θρέφανε το μίσος θέριεψε πια
και καταλύτες εγίνηκαν, ψηλά η γροθιά, οι οικοδόμοι
π' ως τώρα κοψομεσιάζονταν όλο σε ξένα γιαπιά.
Αλλοι που κοίτα! μουντζούρηδες βγήκαν από τα καζάνια
με μαυρισμένο το βλέμμα τους τραβούν κι αυτοί στη σειρά
κι έρχονται πίσω τους, έρχονται, πείνα κι ανέχεια κι ορφάνια,
χιλιάδες πλάσματα αγλύκαντα π' όλοι διψούν για χαρά.
Οσο κι αυτοί που δεν έβλεπαν ήλιο στης γης τα λαγούμια
πέταξαν σήμερα ομόγνωμοι σύνεργα π' άλλους πλουτούν,
να τους ιδεί απ' το μπαλκόνι του να σκάσει ο αφέντης, η μούμια,
με τις κοκόνες του που έγνια τους είχαν το πώς να σιαχτούν.
Πιότερο εγώ αναλογίζουμαι, πάνω κι απ' όλους κι απ' όλα,
τους προλετάριους τους άτρομους, την ψυχωμένη αργατιά,
που διόλου μη λογαριάζοντας των δήμιων τα πολυβόλα
βάδιζαν σα νεομάρτυρες ίσια και μες στη φωτιά.
Για το ψωμί τους παλεύοντας και για τα δίκια του εργάτη
πιάστηκαν, δάρθηκαν, έπαθαν από χαφιέδες φριχτούς/
κάθε γενίτσαρος άτιμος νόμο παράνομο εκράτει
κι οι πληρωμένοι θρασύδειλοι κράζαν τους ήρωες βαλτούς.
Ω Αθήνα, αρχή του κινήματος, Θεσσαλονίκη, Καβάλλα,
Σέρρες και Βόλος κι Αγρίνιο, Καισαριανή, Κοκκινιά,
σφηκοφωλιές, προμαχώνες μας, κάστρα μικρά και μεγάλα,
να τα πρωιμάδια του αγώνα μας, σύντροφοι, η πρώτη γενιά.
Τώρα που φούντωσαν, άστραψαν γλώσσες ολούθε φλογάτες
κι όλα τα σάπια απορίχνονται σ' ευλογητή πυρκαγιά,
το δάκρι, αδέρφια, στεγνώνοντας για τους νεαρούς πρωτοστάτες απ' άκρη σ' άκρη ας γιορτάσουμε δική μας Πρωτομαγιά.

ΘΥΣΙΑΣΤΗΡΙΟ

Κάθε σου πέτρα και βωμός.
Κάθε σου χούφτα χώμα
ποτίστηκε αίμα ελληνικό.
Χρόνια και χρόνια στεναγμός
θα φτερουγίζει ακόμα
στο χώρο σου το φτωχικό.
Χρόνια και χρόνια οι ψυχές
θα τριγυρνούν στον τόπο
π' άφησαν σφριγηλά κορμιά.
Κι όμως δε θα 'ναι μοναχές!
Χίλιες ευχές ανθρώπων
θα υψώνονται για κάθε μια.

Η «Πρωτομαγιά», γραμμένη σε δέκα στροφές, αποτελεί έναν ύμνο στην ελληνική εργατική Πρωτομαγιά. Ο ποιητής χρησιμοποιεί ως ποιητικό μέτρο το δακτυλικό εξάμετρο. Η επιλογή αυτή ίσως να μην είναι τυχαία, αφού πρόκειται για το μέτρο των ομηρικών επών και ύμνων. Επος και ύμνο της εργατιάς στιχουργεί κι ο Κοτζιούλας. Εξάλλου, αυτός ο ρυθμός (-υυ, -υυ, -υυ κλπ.) τού επιτρέπει να δώσει στο ποίημα εύρος, ταχύτητα κι ορμή, που ταιριάζουν στο θέμα του: τη δυναμική κίνηση των διαδηλωτών. Οι εναλλασσόμενοι δεκαεξασύλλαβοι και δεκαεφτασύλλαβοι ομοιοκατάληκτοι στίχοι ενισχύουν την ένταση και την αρμονία του τραγουδιού. Θεματικά το ποίημα χωρίζεται σε τρία μέρη: παραστατική εικόνα της εργατικής πρωτομαγιάτικης διαδήλωσης (στροφές 1-6), αδρή αλλά εμφαντική αναφορά στο εργατικό κίνημα (στροφές 7-9) κι επιστροφή στο χρέος του παρόντος (στροφή 10).

Ο ποιητής ξεκινά απ' τη μέση των πραγμάτων, τη διαδήλωση στο κορύφωμά της: τα χέρια τεντωμένα («ξαμώνουν») με οργή προς το δυνάστη, οι βόγκοι κι οι κραυγές των εργατών στους δρόμους, οι πρώτοι νεκροί και τ' ανάθεμα. Ακολουθεί η «ανθρωποκατεβασιά» που θα παρασύρει στο διάβα της κάθε δυνάστη. Με ρητορικές ερωτήσεις και μ' έναν υποθετικό διάλογο, τόσο με το πλήθος όσο και με τον αναγνώστη, ο ποιητής σκιτσάρει την κοινωνική ανθρωπογραφία: κλώστρες, μοδίστρες, υφάντρες, καπνεργάτριες, σύζυγοι, αδέρφια, φυλακισμένοι, εξόριστοι, θερμαστές κι οικοδόμοι, ο αδικημένος και καταπιεσμένος λαός, στο δρόμο για να «σπάσει το χαλκά», απέναντι στον εκμεταλλευτή του, που παριστάνεται σχηματικά μαζί με τις «μυρωδάτες κυρίες» του.

Με το ρήμα «αναλογίζουμαι» γίνεται η μετατόπιση στην ιστορική αναφορά: πάνω απ' όλους οι προλετάριοι, πρωτοστάτες με τις θυσίες τους, όπως έγινε το Μάη του 1936, κατόπι η περιγραφή του κατατρεγμού τους κι η κατασυκοφάντηση του εργατικού κινήματος και τέλος το σφυρηλάτημα της εργατικής πάλης στις πρωτοπόρες εργατουπόλεις της πατρίδας μας.
Η επαναφορά στο παρόν - το δικό του παρόν του 1944 - αλλά και στο διηνεκές γίνεται με μια προτροπή: τιμή στους νεκρούς και συνέχιση του αγώνα.

Παρόλο που το ποίημα είναι γραμμένο το 1944, μέσα στην κατοχή του ξένου δυνάστη και μετά από τη δικτατορία του Μεταξά, παραμένει επίκαιρο, γιατί συναιρούνται, συγχωνεύονται σ' αυτό όλα τα πάθη, οι αγώνες κι οι προσδοκίες των εργατικών και λαϊκών κινημάτων σε κάθε ιστορική στιγμή. Δεν είναι έπος μνημοσύνης αλλά παιάνας εγερτήριος. Είναι ο ελληνικός ύμνος της εργατικής Πρωτομαγιάς.

Στο επόμενο ποίημα, το «Θυσιαστήριο», ο Κοτζιούλας από ραψωδός - υμνητής μεταβάλλεται σε προσκυνητή - υμνωδό. Μαχόμενος με τους άλλους στα Τζουμέρκα τον καταχτητή, πληροφορείται την εκτέλεση των διακοσίων. Χρησιμοποιεί τον τίτλο - όρο «Θυσιαστήριο» παρομοιώνοντας το «Σκοπευτήριο» και τους εκτελεσμένους με βωμό αρχαίων θυσιών, που ποτίζεται με το αίμα αθώων και ιερών αμνών. Στέκεται με δέος στην ιερότητα του χώρου και των νεκρών. Το φτερούγισμα των ψυχών ολόγυρα υποβάλλει αυτή τη μυστηριακή επικοινωνία με τους ζωντανούς. Αυτές οι ψυχές είναι που δεν αφήνουν το χώρο να νεκρώσει και τη μνήμη να ατονήσει, να σβηστεί. Οι ευχές - υποσχέσεις των μελλούμενων γενιών για συνέχιση των αγώνων και των θυσιών των ηρώων θα είναι πολλαπλάσιες. «Θυσιαστήριο», για τον Κοτζιούλα, δεν είναι μόνο το Σκοπευτήριο της Καισαριανής, αλλά και κάθε τόπος, όπου πατριώτες έπεσαν για τις ιδέες τους.

Ο Κοτζιούλας παραμένει επίκαιρος και προφητικός ποιητής:

«Σύρματα αγκαθερά
μπηγμένα μια φορά
μένουν ακόμα.
Δεν άλλαξε παρά
τυράννων η φρουρά
σ' αυτό το χώμα».

(«Συρματοπλέγματα», 1947 - μελοποίηση Α. Ξένου)

Κ. ΚΟΤΖΙΟΥΛΑΣ

Σάββατο 9 Μαΐου 2015

Ω, κόκκινη σημαία μας!


Ω, κόκκινη σημαία μας!
χρώμα αγάπης και τιμής
πόσες φορές εσκέπασες
τους μάρτυρές μας καταγής.

Μας ενθυμίζεις νίκες μας
αγώνες και καταδρομές
κι ανάβεις μες στα στήθια μας
λαμπρές ελπίδες φλογερές…

Κι αν πέσω θύμα φασιστών
μ’ αυτή σκεπάστε με νεκρό
ψηλά κρατάτε σύντροφοι
το λάβαρο το ερυθρό.

[«Το αντάρτικο και το επαναστατικό τραγούδι», εκδόσεις ΜΝΗΜΗ]

Δευτέρα 4 Μαΐου 2015

Γ. Ρίτσος – Θ. Κορνάρος, Ένα ποίημα και ένα γράμμα από την εξορία



ΚΟΥΜΠΑΡΕ, ΕΥΧΑΡΙΣΤΟΥΜΕ

                                                               Στον Θέμο ΚΟΡΝΑΡΟ
Κουμπάρε,
σου γράφω σ' ένα φαρδύ πλατανόφυλλο της Κρήτης,
ζωγραφίζω με γαλάζιο και κόκκινο το θυμό και το έλεος των χεριών σου
πάνω στα πήλινα κανάτια που ανασαίνουν στα παράθυρα των χωριατόσπιτων.
Όλοι ρωτάνε για σένα, κουμπάρε.
Οι ελιές ανθίζουν και σε χαιρετάνε.
Οι πορτοκαλιές φυλάνε τα πιο καλά φεγγάρια τους να φέγγουνε τη θύμησή σου.
Όλος ο λαός κρατάει μ' ευλάβεια μες στα δυο φύλλα της καρδιάς του το όνομα σου
όπως εσύ κρατάς στα δυνατά σου χέρια το Ευαγγέλιο τις Πατρίδας.
Μη μας συνεριστείς, κουμπάρε, που δε σου γράφουμε συχνά.
Εσύ ξέρεις τη σωστή ηλικία των αισθημάτων μας. Δύσκολες μέρες περνάμε.
Πολύ θα το ' θελα να σεργιανούσαμε μαζί την έναστρη ποίηση
μ' ένα μαντιλάκι ειρήνη στην τσέπη μας για να σκουπίζουμε τα μέτωπά μας
που ιδρώνουν στοχασμό και θαυμασμό στο καλοκαίρι της αδελφοσύνης μας.
Πολύ θα το' θελα να σεργιανάμε λεύτεροι τον κόσμο
χωρίς να γδέρνονται τα γόνατά μας στα συρματοπλέγματα
χωρίς να σκοντάφτουμε στα πεσμένα δοκάρια των ίσκιων.
Κουμπάρε των βουνών και των πουλιών και των απλών ανθρώπων,
τα χρόνια σου περνάνε από διωγμό σε διωγμό
απ' το Χαϊδάρι στα μπουντρούμια του Μεσολογγιού
απ' τη Μακρόνησο στον Άη - Στράτη
δίπλα στο θάνατο με μια μπουκιά χαμόγελο στο στόμα σου
με δυο αστραπές απόφαση στη νύχτα των ματιών σου.
Πολλά αντίσκηνα τρύπησαν απ' τις βροχές και τους ήλιους
πολλές ψυχές τρύπησαν απ' τις σφαίρες
πολλές στέγες γκρεμίστηκαν στη λύπη.