Δευτέρα 30 Μαρτίου 2015

Ναζίμ Χικμέτ, Ο άνθρωπος με το γαρούφαλο


Έχω απάνω στό τραπέζι μου
τη φωτογραφία του ανθρώπου
με το άσπρο γαρούφαλο—
που τον ντουφέκισαν
στό μισοσκόταδο
πριν απ’ την αυγή,
κάτω απ, το φως των προβολέων.

Στο δεξί του χέρι
κρατάει ένα γαρούφαλο
πούναι σα μια φούχτα φως
απ’ την ελληνική θάλασσα.
Τα μάτια του τα τολμηρά,
τα παιδικά
κοιτάζουν άδολα
κάτω απ’ τα βαριά μαύρα τους φρύδια.
Έτσι άδολα—
όπως ανεβαίνει τό τραγούδι
σα δίνουν τον όρκο τους
οι κομμουνιστές.
Τα δόντια του είναι κάτασπρα—
ο Μπελογιάννης γελά.

Και το γαρούφαλο στο χέρι του
είναι σαν το λόγο πούπε στους ανθρώπους
τη μέρα της λεβεντιάς—
τη μέρα της ντροπής.
Αυτή η φωτογραφία
βγήκε στο δικαστήριο
ύστερ’ απ’ την καταδίκη σε θάνατο.

ΝΑΖΙΜ ΧΙΚΜΕΤ

(Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό “Σοβιετική Γυναίκα” τον  Απρίλη του 1952)

Από το βιβλίο «ΝΑΖΙΜ ΧΙΚΜΕΤ, ποιήματα» (δεν αναφέρεται ποιος έκανε τη μετάφραση), εκδόσεις ΜΟΣΧΟΣ («Ανατύπωση από την Ελληνική έκδοση που έγινε στις Λαϊκές Δημοκρατίες»).

Σάββατο 28 Μαρτίου 2015

"Αχ βρε Νικόλα"... Το (άγνωστο) τραγούδι του Πάνου Τζαβέλλα για τον Νικόλα Άσιμο



Το τελευταίο τραγούδι του ο Πάνος Τζαβέλλας το έγραψε για τον Νικόλα Άσιμο. Δεν κυκλοφόρησε ποτέ σε δίσκο. Διασώθηκε χάρη σε ερασιτεχνική ηχογράφηση.


Σε χάσαν τα Εξάρχεια
Τα στέκια τα γνωστά
Οι στράτες του Διαβόλου
Οι Ανάρχες τα φρικιά
Σαλπάρισες στον Άδη
Τι να’κανες στη γη
Αφού σ είχαν σκοτώσει
Πριν να τους φτύσεις τη ζωή
Αχ βρε Νικόλα, η επανάσταση
Δεν είναι άρπα κόλλα
Ούτε αγανάκτηση, τυφλή οργή

Μόνος οδοιπορούσες
Στις στράτες του ντουνιά
Και ποιος τον πόνο σου να νιώσει
Κι αγάπης λόγια να σου πει
Κρατούσες την ουσία
Οι αστοί την μοναξιά
Εσύ ονειρευόσουν
Αυτοί κάνουν λεφτά
Αχ βρε Νικόλα, με την ανάσταση
Που παίζουν οι θεοί μας
Μένουν αθάνατοι και κυβερνούν

Τον έγραψες τον κόσμο
Πέρασες τη θηλιά
Κι άστραψε η αλήθεια
Πεφτάστρι στη νυχτιά
Δεν είναι πια οι μπόμπες
Μα η σκέψη το σπαθί
Που σφάζει εξουσίες
Μας πάει για την κορφή
Αχ βρε Νικόλα, η επανάσταση
Δεν είναι μια αγχόνη
Μα αιώνια Ανάσταση
Είναι το Παν.

Πάνος Τζαβέλλας

Για το πώς διασώθηκε το τραγούδι, και ενδιαφέροντα στοιχεία για τον Πάνο Τζαβέλλα και τον Νικόλα Άσιμο, μπορείτε να διαβάσετε ΕΔΩ.

Σάββατο 21 Μαρτίου 2015

«Μόνο το φίδι ξέρει τι θα πει ν’ αλλάζεις το πετσί σου, γι’ αυτό του περισσεύει το φαρμάκι»…


ΑΝΤΙΤΙΜΟ

Μόνο το φίδι ξέρει τι θα πει
ν’ αλλάζεις το πετσί σου,
γι’ αυτό του περισσεύει το φαρμάκι.

Η ΕΛΛΑΔΑ ΠΟΥ ΛΕΣ…

Η Ελλάδα, που λες, δεν είναι μόνο πληγή.
Στην μπόσικη ώρα καφές με καϊμάκι,
ραδιόφωνα και Τι-Βι στις βεράντες,
μπρούντζινο χρώμα, μπρούντζινο σώμα,
μπρούντζινο πώμα η Ελλάδα στα χείλη μου.
Στις μάντρες η ψαρόκολλα του ήλιου
πιάνει σαν έντομα τα μάτια.
Πίσω απ' τις μάντρες τα ξεκοιλιασμένα σπίτια,
γήπεδα, φυλακές, νοσοκομεία,
άνθρωποι του Θεού και ρόπτρα του Διαβόλου,
κι οι τραμβαγέρηδες να πίνουν μόνοι
κρασάκι της Αράχωβας στυφό.

Εδώ κοιμήθηκαν παλικαράδες
με το ντουφέκι στο 'να τους πλευρό,
με τα ξυπόλητα παιδιά στον ύπνο τους.
Τσεμπέρια καλοτάξιδα περνούσαν κι έφευγαν,
κιλίμια και βελέντζες της νεροτρουβιάς.
Τώρα γαρμπίλι κι άρβυλα
σε τούτο το εκκοκκιστήριο των βράχων
κι οι τραμβαγέρηδες να πίνουν μόνοι
κρασάκι της Αράχωβας στυφό.

ΜΙΧΑΛΗΣ ΓΚΑΝΑΣ


Ακάθιστος Δείπνος, 1978

[Μιχάλης Γκανάς, Ποιήματα 1978-2012, εκδόσεις Μελάνι, Αθήνα 2013]

Σάββατο 14 Μαρτίου 2015

Πού πήγαν οι ήρωες των παιδικών βιβλίων;

Ο Πινόκιο (εικ. Susanna Campillo)
Κάποτε, πολύ παλιά (πριν από είκοσι - τριάντα χρόνια!...), τα βιβλία ήταν οι πιο πιστοί κι αγαπητοί σύντροφοι της παιδικής ηλικίας, μετά το παιχνίδι φυσικά. Μέσ' από τα βιβλία, τα παιδιά μυούνταν στα μυστήρια της καλλιτεχνικής δημιουργίας μ' έναν τρόπο συναρπαστικό. Ανακάλυπταν τις ιδιαιτερότητες και τις αντιφάσεις του κόσμου των ενηλίκων από έναν δρόμο προσιτό. Οδηγούνταν στο σχηματισμό συνειρμών, συλλογισμών και κρίσεων με ερέθισμα έναν λόγο μεστό. Οι Ηρωες των βιβλίων μπορούσαν να γίνουν για τους αναγνώστες σύντροφοι ολόκληρης ζωής. Βαθιά χαραγμένοι στις ψυχές, όταν αυτές ήταν ακόμα ολάνοιχτες, οι χάρτινοι ήρωες αναδύονταν από τα κατάβαθα της σκέψης, για να παρηγορήσουν, να εμπνεύσουν, να εμψυχώσουν αυτούς που, σαν παιδιά, μοιράστηκαν μαζί τους δοκιμασίες, επιτυχίες και περιπέτειες.

Τα τελευταία χρόνια οι χάρτινοι ήρωες σωπαίνουν. Ηχοι πιο δυνατοί από το γύρισμα των φύλλων, και επιφάνειες πιο λαμπερές από το λευκό των σελίδων, τους απωθούν στο σκοτάδι.

- Η αληθοφάνεια των τηλεοπτικών αφηγήσεων συνηθίζει τους νεαρούς τηλεθεατές σε μια πλαστή αλήθεια, σε μια επίφαση ρεαλισμού που φαντάζει εξαιρετικά έγκυρος. Αντίθετα, η αλήθεια που επιδέξια κρύβεται στον πυρήνα της λογοτεχνίας, εγκαταλείπεται ανεκμετάλλευτη στο έρημο χρυσωρυχείο της.

- Η αίσθηση της παντοδυναμίας που παρέχεται από τα πλήκτρα και τα κουμπιά της σύγχρονης τεχνολογίας, η αίσθηση της παντογνωσίας που διαχέεται από τον καταιγισμό των πληροφοριών, δημιουργούν μια μέθη αυτάρκειας, τη στιγμή που το διάβασμα γεννάει συνεχώς αμφιβολίες και, αντί για ετοιμοπαράδοτες απαντήσεις, προσφέρει πολυδαίδαλες διαδρομές.

- Εξάλλου, η ανάγνωση, που έτσι κι αλλιώς είναι πολύπλοκη εξερεύνηση, φαίνεται κουραστική σ' ένα κοινό που ζει μέσα στη βιασύνη, κάτω από την πίεση της χρησιμοθηρίας, παραπατώντας στην έξαψη των βίαιων ρυθμών. Η αποκρυπτογράφηση των τυπογραφικών συμβόλων και των νοημάτων είναι διαδικασία επίπονη, και κυρίως χρονοβόρα, άρα απορριπτέα σύμφωνα με την κυρίαρχη αντίληψη περί των σχέσεων χρόνου και χρήματος.
Ο Ροβινσώνας Κρούσος (εικ. J. J. Grandville)
Αλλά δεν είναι, σήμερα, μόνο ο χρόνος χρήμα. Και το βιβλίο μπορεί να είναι.
Αν η κοινωνία της αγοράς πρέπει να έχει άλλοθι, γιατί αυτό να μην είναι το βιβλίο; Προώθηση, λοιπόν, βιβλίων με τα χαρακτηριστικά και με τους μηχανισμούς της προώθησης καταναλωτικών προϊόντων: Διαφήμιση, προσφορές, δολώματα, ενισχυτικά κανάλια διάδοσης όπως, φιλμ, σίριαλ, εξαρτήματα ένδυσης, παιχνίδια κ.λπ. Βιβλία κατ' επίφαση λογοτεχνικά, που δημιουργούν οπαδούς και καταναλωτές, αντί αναγνώστες.
Μέρα του Παιδικού Βιβλίου σήμερα, ας δώσουμε το λόγο στους ήρωες της λογοτεχνικής φαντασίας, κι ας θυμηθούμε αυτούς που θα ονομάζαμε άλλοτε αξέχαστους και σήμερα ξεχασμένους.

Τα πιο πολλά από τα πρόσωπα που αγαπήθηκαν κατά τις αναγνώσεις της παιδικής ηλικίας έχουν γεννηθεί μέσα σε σελίδες μυθιστορήματος. Το μυθιστόρημα είναι το λογοτεχνικό είδος που προτιμούν τα παιδιά, αυτό που τα προσελκύει περισσότερο στο πάθος της ανάγνωσης.

Αν και το μυθιστόρημα για παιδιά γεννήθηκε ουσιαστικά τον ΙΘ΄ αιώνα, έργα και από προηγούμενους αιώνες συγκαταλέγονται στα πιο επιφανή της νεανικής βιβλιοθήκης και μάλιστα έργα που δε στόχευαν πάντα σε νεανικό κοινό. Παράδειγμα, το βιβλίο του Θερβάντες με τις ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ ΤΟΥ ΔΟΝ ΚΙΧΩΤΗ(1605) πολυσέλιδο έργο για ενήλικους που διασκευάστηκε από νωρίς για παιδιά. Ετσι, οι περιπέτειες του ιδεολόγου ήρωα σ' έναν κόσμο χωρίς ευγένεια, ανθρωπιά, δικαιοσύνη, προκαλούν συχνά γέλιο αντί προβληματισμό, αλλά πάντα συμπάθεια.
Αντίθετα, ο ΡΟΒΙΝΣΩΝΑΣ ΚΡΟΥΣΟΣ (1719), του Δανιήλ Δεφόε αναδείχτηκε σε κάτι παραπάνω από έναν μυθιστορηματικό ήρωα: έγινε σύμβολο του αξιοθαύμαστου ανθρώπου που αντιμετωπίζει τη γιγάντια φύση με τη δύναμη του μυαλού του και την επιδεξιότητα των χεριών του. Μοναχικός ναυαγός που καταφέρνει να επιζήσει στο ερημονήσι του, συγκινεί και συναρπάζει ιδιαίτερα τους νέους. Γιατί ο Ροβινσώνας, στη σκέψη του νεανικού κοινού, είναι ένα παιδί που ενηλικιώνεται καθώς αναγκάζεται να αντιμετωπίσει θεμελιώδεις προκλήσεις, ένα παιδί που διδάσκεται όχι με σχολαστικές γνώσεις, αλλά ελεύθερα από την ίδια τη ζωή. 
Ο Χωκ Φιν (εικ. αγνώστου)
Ο ΓΚΙΟΥΛΙΒΕΡ (1726), ο πρωταγωνιστής στο μυθιστόρημα του Ιωνάθαν Σουίφτ, με τα ταξίδια του στα απίστευτα μέρη, παρ' όλο που μοιάζει να απευθύνεται κυρίως στους μεγάλους, με την απροκάλυπτη πολιτική κριτική που παρεμβάλλει συχνά, μένει στη φαντασία των νεαρών αναγνωστών ένας ήρωας εξαιρετικά οικείος. Ποιο είναι το μυστικό της φιλίας με έναν ήρωα φαινομενικά τόσο άσχετο με την παιδική ηλικία;

Ισως είναι το παιχνίδι του μικρού - μεγάλου που κυριαρχεί στο μύθο του, παιχνίδι πολύ σοβαρό σε μια ηλικία όπου ο άνθρωπος αναζητεί ακριβώς τη θέση του και την ταυτότητά του. Ισως είναι το παιχνίδι των ανατροπών που προκαλούν όχι μόνο έκπληξη ή ιλαρότητα, αλλά και μια κρυφή ικανοποίηση στα παιδιά: αυτός ο κόσμος των γιγάντων σίγουρα είναι ανάποδα, ας τον αναποδογυρίσουμε για να 'ρθει στα σωστά!

Μιλώντας για τα παιχνίδια ταυτότητας και μικρού - μεγάλου, δεν είναι δυνατόν να μη θυμηθούμε την ΑΛΙΚΗ ΣΤΗ ΧΩΡΑ ΤΩΝ ΘΑΥΜΑΤΩΝ (1863) του Λιούις Κάρολ. Αυτό το κοριτσάκι που από μια μυστηριώδη σήραγγα φτάνει σ' έναν κόσμο αλλόκοτο, ασυνάρτητο, όπου συνεχώς μικραίνει και μεγαλώνει, ζει μέσα στο παράλογο, και συγχρωτίζεται με το απρόβλεπτο.

Ενας ανήσυχος λαγός, ένας ανεκδιήγητος καπελάς, μια βασίλισσα - κούπα σε παρωδία δίκης, μωρά που μεταμορφώνονται σε γουρουνάκια, γάτες που γελάνε, μεταξοσκώληκας που καπνίζει ενώ φιλοσοφεί ...δίνουν αφορμή για μια γελοιοποίηση του διδακτικού σχολαστικισμού, των κανόνων και των απαγορεύσεων, των οριοθετήσεων και της σοβαροφάνειας.
Ο ΤΟΜ ΣΩΓΕΡ (1876) και ο ΧΩΚ ΦΙΝ (1884) του Μαρκ Τουαίν, είναι οι απόλυτοι ήρωες της παιδικής ηλικίας. Παιδιά που καταπιέζονται από όλα τα στερεότυπα των ενηλίκων - πληκτικό σχολείο, κοινωνική υποκρισία, ρατσισμός, δεισιδαιμονίες και προκαταλήψεις - πετυχαίνουν να τα γελοιοποιήσουν όλα και να εξασφαλίσουν για τον εαυτό τους την περιπέτεια και για τα όνειρά τους την ελευθερία. 
Ο Μικρός Πρίγκιπας (εικ. A. de Saint-Exupιry)
Στο ίδιο κλίμα της αμφισβήτησης του ενήλικου ορθολογισμού, αλλά με ποιητικό τρόπο, κινείται ένας από τους πιο πρόσφατους κλασικούς ήρωες, ο ΜΙΚΡΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ (1943) του Σαιντ Εξυπερύ. Τρυφερός, ανυπεράσπιστος, ονειροπόλος, μεγαλώνει μαζί με τον αναγνώστη, βοηθώντας τον να καταλάβει αξίες που η κοινωνία πασκίζει να χαρακτηρίσει ξεπερασμένες.
Φυσικά, υπάρχουν πολλοί ακόμη φανταστικοί σύντροφοι της ψυχής. Κάθε αναγνώστης έχει - ή μάλλον είχε - τους αγαπημένους του στη μαγική «βαλίτσα του ναυαγού»... Ομως, η μετατροπή των επιτυχημένων βιβλίων σε κινηματογραφικά έργα ή σε τηλεοπτικές παραγωγές κινουμένων σχεδίων, έχει αφαιρέσει απ' τους λογοτεχνικούς τύπους την αυθεντικότητα με την οποία τους είχαμε αγαπήσει. Τα περισσότερα παιδιά σήμερα δεν έχουν διαβάσει ποτέ τη ΧΑΪΝΤΙ (Γιοχάνα Σπίρι), τους ΤΡΕΙΣ ΣΩΜΑΤΟΦΥΛΑΚΕΣ (Δουμάς), το ΧΩΡΙΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ (Εκτωρ Μαλό) ή το ΝΗΣΙ ΤΩΝ ΘΗΣΑΥΡΩΝ (Ρόμπερτ Λιούις Στήβενσον), τη ΜΥΣΤΗΡΙΩΔΗ ΝΗΣΟ (Βερν) και τον ΟΛΙΒΕΡ ΤΟΥΙΣΤ (Κάρολος Ντίκενς), τον ΠΙΝΟΚΙΟ (Κάρλο Κολόντι), τον ΝΙΛΣ ΧΟΛΓΚΕΡΣΟΝ (Σέλμα Λάνγκερλεφ), τον ΒΑΡΟΝΟ ΜΥΝΧΑΟΥΖΕΝ(Μπύργκερ) και τον ΠΗΤΕΡ ΠΑΝ (Τζ. Μπάρρυ) ή τον ΜΑΓΟ ΤΟΥ ΟΖ (Φρανκ Μπάουμ)!

Οι γεμάτοι πάθος ήρωες που καθήλωσαν γενιές αναγνωστών είναι τώρα γνωστοί στο κοινό - αν είναι - μόνο από την ανάσυρσή τους στην επιφάνεια με την ευκαιρία διαφόρων επετείων, ή χάρη στην κινούμενη σε οθόνη εκδοχή τους.

Οι ήρωες των κλασικών παιδικών βιβλίων λοιπόν σιωπούν. «Προτιμότερο από το να τους αναλύουν στο σχολείο...», έλεγε ένας εξαίρετος Γάλλος θεωρητικός της λογοτεχνίας (Μαρκ Σοριανό).

Αλλά γιατί να μιλήσουν; Τι έχουν να πουν;

Οσοι υπήρξαν παθιασμένοι αναγνώστες στα παιδικά τους χρόνια γνωρίζουν καλά την απάντηση. Οσοι βυθίστηκαν στο ρωμαλέο, γεμάτο εικόνες λόγο, όσοι αφέθηκαν στη γοητεία του λυρισμού και της ονειροπόλησης, όσοι ένιωσαν τις σελίδες να γίνονται στους ώμους τους φτερά, όσοι γέλασαν και δάκρυσαν, όσοι έμειναν ξάγρυπνοι, νηστικοί, κρυμμένοι για να διαβάσουν, αυτοί ξέρουν πόσο ένα καλό βιβλίο πλουτίζει και πολλαπλασιάζει την ύπαρξη και φωτίζει και την πιο πεζή καθημερινότητα.

Δρ Ζωή Βαλάση, συγγραφέας
Ριζοσπάστης, 2/4/2006

Πέμπτη 12 Μαρτίου 2015

Ένα ποίημα και μια φωτογραφία για τη σιωπή


Πολλές φορές η σιωπή μιλά και έχει πολλά να μάς πει, φτάνει οι κεραίες μας να είναι ευαίσθητες και δεκτικές. Πάντα θαύμαζα τους ποιητές που με μια χούφτα λέξεις μπορούν να γεμίσουν τις πιο απόμερες γωνιές της ανθρώπινης ψυχής. Ο Τάσος Λειβαδίτης κατέχει μια θέση ξεχωριστή ανάμεσά τους. Ποιητής της σιωπής, της πληγωμένης αισιοδοξίας και των πιο ―ίσως― άπιαστων ονείρων.

Ο σκηνοθέτης Θόδωρος Αγγελόπουλος είναι ποιητής των εικόνων. Από τους λίγους που με μαεστρία καταφέρνουν να ντύσουν τη σιωπή με τους πιο δυνατούς «ήχους» των πλάνων τους. Στην ταινία του Ταξίδι στα Κύθηρα, ο πρωταγωνιστής Σπύρος (Μάνος Κατράκης) επιστρέφει στην πατρίδα που τον έδιωξε, μετά από 32 χρόνια στην πολιτική προσφυγιά. Και συναντά τη σιωπή.

Ένα ποίημα και μια φωτογραφία για τη σιωπή, που όταν τρέφεται από ψυχικές καταστάσεις όπως η απουσία, η στέρηση και ―κάποτε― η προδοσία, γίνεται εκκωφαντική…

Αυτός που σωπαίνει

Το σούρουπο έχει πάντα τη θλίψη
ενός ατελείωτου χωρισμού
Κι εγώ έζησα σε νοικιασμένα δωμάτια
με τις σκοτεινές σκάλες τους
που οδηγούνε
άγνωστο πού…

Με τις μεσόκοπες σπιτονοικοκυρές
πού αρνούνται
κλαίνε λίγο
κι ύστερα ενδίδουν
και τ᾿ άλλο πρωί,
αερίζουν το σπίτι
απ᾿ τους μεγάλους στεναγμούς…

Στα παλαιικά κρεβάτια
με τα πόμολα στις τέσσερις άκρες
πλάγιασαν κι ονειρεύτηκαν
πολλοί περαστικοί αυτού του κόσμου
κι ύστερα αποκοιμήθηκαν
γλυκείς κι απληροφόρητοι
σαν τους νεκρούς στα παλιά κοιμητήρια.

Όμως εσύ σωπαίνεις…
Γιατί δε μιλάς;
Πες μου!
Γιατί ήρθαμε εδώ;
Από που ήρθαμε;
Κι αυτά τα ιερογλυφικά της βροχής πάνω στο χώμα;
Τι θέλουν να πουν;

Ω, αν μπορούσες να τα διαβάσεις!!!
Όλα θα άλλαζαν…

Όταν τέλος, ύστερα από χρόνια ξαναγύρισα…
δε βρήκα παρά τους ίδιους έρημους δρόμους,
το ίδιο καπνοπωλείο στη γωνιά…

Κι ολόκληρο το άγνωστο
την ώρα που βραδιάζει…

[Το ποίημα από τη συλλογή «Τα χειρόγραφα του φθινοπώρου». Διευθυντής φωτογραφίας στο «Ταξίδι στα Κύθηρα» (1984) ο Γιώργος Αρβανίτης.]


Δευτέρα 2 Μαρτίου 2015

Αντί να φωνασκώ… (Μαν. Αναγνωστάκης)


Αντί να φωνασκώ και να συμφύρομαι
Με τους υπαίθριους ρήτορες και τους αγύρτες
—Μάντεις κακών και οραματιστές—
Όταν γκρεμίστηκε το σπίτι μου
Και σκάφτηκε βαθιά με τα υπάρχοντα
(Και δε μιλώ εδώ για χρήματα και τέτοια)
Πήρα τους δρόμους μοναχός σφυρίζοντας.
Ήτανε βέβαια μεγάλη η περιπέτεια
Όμως η πόλις φλέγονταν τόσο όμορφα
Ασύλληπτα πυροτεχνήματα ανεβαίνανε
Στον πράο ουρανό με διαφημίσεις
Αιφνίδιων θανάτων κι αλλαξοπιστήσεων.
Σε λίγο φτάσανε και τα μαντάτα πως
Κάηκαν όλα τα επίσημα αρχεία και βιβλιοθήκες
Οι βιτρίνες των νεωτερισμών και τα μουσεία
Όλες οι ληξιαρχικές πράξεις γεννήσεων
Και θανάτων —έτσι που πια δεν ήξερε
Κανείς αν πέθανε ή αν ζούσε ακόμα—
Όλα τα δούναι και λαβείν των μεσιτών
Από τους οίκους ανοχής τα βιβλιάρια των κοριτσιών
Τα πιεστήρια και τα γραφεία των εφημερίδων.
Εξαίσια νύχτα τελεσίδικη και μόνη
Οριστική (όχι καθόλου όπως οι λύσεις
Στα περιπετειώδη φιλμ).  
Τίποτα δεν πουλιόταν πια.
Έτσι λαφρύς και περιττός πήρα τους δρόμους
Βρήκα την Κλαίρη βγαίνοντας
Απ’ τη Συναγωγή κι αγκαλιασμένοι
Κάτω απ’ τις αψίδες των κραυγών
Περάσαμε στην άλλη όχθη με τις τσέπες
Χωρίς πια χώματα, φωτογραφίες και τα παρόμοια.

Τίποτα δεν πουλιόταν πια.

ΜΑΝΟΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ