Κυριακή 28 Σεπτεμβρίου 2014

Νίκος Καρούζος - ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΙ


Ὡραῖος ἀπ᾿ τὴ θύελλα τῆς βιομηχανίας
ἀεροπόρος τῶν ἡλιόλουστων ἡμερῶν
μεγάλο δάκρυ
ποὺ κατεβαίνει ὡς τὰ χείλη
γιὰ νὰ καίει τὶς ἀθάνατες Μαρίες
ὁ Βλαντιμίρ.
Ἴσως ἔπρεπε πρὶν ἀπ᾿ τὴν ἔνδοξη ταφὴ
νὰ φωτίζεται μὲ προβολεῖς ὁ νεκρός του.
Ἴσως ἀξίζει νὰ τὸν βλέπουμε σὰν καταρράκτη
ἀνάμεσα στὴν ὁρμὴ τ᾿ οὐρανοῦ καὶ στὰ δάση.
Ἴσως ἔπρεπε νὰ διευθύνει κοσμοδρόμια.
Πάντως
μ᾿ ἀρέσει ποὺ ἐπίασε τὴν παλιὰ Ρωσία ἀπ᾿ τὰ μαλλιὰ
καὶ τὴν ἔστειλε στὸ διάβολο
θρυμματίζοντας μία κιθάρα στὸ κεφάλι της.
Μ᾿ ἀρέσει ποὺ δὲν θὰ πεθάνει ποτὲ
γιατί δὲν ξεχώρισε τὴ συμφορὰ καὶ τὴν ποίηση.
Μ᾿ ἀρέσει γιατὶ στάθηκε στὸ ὕψος του
ὁ Βλαντιμίρ.
Αὐτὸς εἶναι ποὺ ἔδινε στὸν Κουτούζωφ
τὴ μυστηριώδη δύναμη.
Αὐτὸς εἶναι ποὺ σκύλιαζε πραγματικὰ
γιὰ τὸ μέλλον. Αὐτὸς
ἔλαμπε στὴν κατάλευκη ὁρμὴ τοῦ Οὐλιάνωφ.
Ἀπ᾿ τὴν ἄγνωστη χαραυγή μας, ἀπ᾿ τὰ σπήλαια,
ἔτσι δείχνουν τὰ πράγματα.
Ἡ ζωὴ θὰ πρέπει νὰ προσχωρήσει μαζί του
ὁλάκερη καθὼς τὴ χάρισε στὴν καρδιὰ τῶν δικαίων.
Ἡ ζωὴ θὰ χρειαστεῖ καὶ πάλι τοὺς χαρταετούς.
Ἀπ᾿ τὸ βαρύ του φέρετρο πετάγονταν
πυροτεχνήματα ψηλὰ στὴ νύχτα
κι ἀπ᾿ τὴ βαθειὰ εἰρήνη τῆς σιωπῆς του
ἔβγαινε ὁ καπνὸς τῆς μέσα μάχης. Ἂς εἶναι λοιπόν…
Ἂς εἶναι κι ὁ Βλαντιμὶρ ἕνα σύμβολο
ἀνοιχτὸ στὴν εὐτυχία.
Δὲν ξέρω, βέβαια, τί εἶναι εὐτυχία.
Γνωρίζω ὅμως τὸν ἀγώνα γιὰ δαύτη.
Δὲν ξέρω τί κρύβει ὁ ἔρωτας.
Γνωρίζω μονάχα
πὼς εἶναι οἱ ἑξήντα τέσσερες ἄνεμοι.
Γνωρίζω πὼς εἶναι ὅλες οἱ ἀνατολὲς τοῦ ἥλιου –
τέτοια τύχη
τέτοια τύχη!


ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ
(Δημοσιεύτηκε στὴν «Ἐπιθεώρηση Τέχνης», τ. 146, Φεβρ. 1967, σελ. 133)
users.uoa
 

Πέμπτη 25 Σεπτεμβρίου 2014

Το χρήμα! Το χρήμα!



Ο Κλέων Τριανταφύλλου (Αττίκ), υπήρξε πολυτάλαντος δημιουργός. Μουσικοσυνθέτης, στιχουργός, δεξιοτέχνης στο πιάνο και ερμηνευτής των τραγουδιών του, ο Αττίκ υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους εκφραστές του ελαφρού τραγουδιού στη χώρα μας, στις αρχές του 20ού αιώνα. Με την τέχνη του σφράγισε το ελληνικό τραγούδι και τη διασκέδαση στην εποχή του και με τη θρυλική «Μάντρα» του βοήθησε να αναδειχτούν πολλά νέα ταλέντα που στη συνέχεια διέπρεψαν στον χώρο του τραγουδιού και του θεάματος γενικότερα.

Γεννήθηκε στην Αθήνα στις 19 Μάρτη του 1885 και μεγάλωσε στην Αίγυπτο, όπου παρακολούθησε μαθήματα μουσικής. Έζησε για πολλά χρόνια στο Παρίσι, όπου εργάστηκε ως ηθοποιός και το 1930 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και δημιούργησε την περίφημη "Μάντρα του Αττίκ". Άνθρωπος χαρισματικός, γενναιόδωρος και ευαίσθητος, έφυγε πρόωρα από τη ζωή (αυτοκτόνησε) στις 29 Αυγούστου  του 1944.


Δημιουργός πολλών μεγάλων επιτυχιών στην εποχή τους, ξεχασμένων και άγνωστων στο πλατύ κοινό σήμερα (όπως άλλωστε και τα τραγούδια και άλλων δημιουργών του λεγόμενου «ελαφρού τραγουδιού»), όπως     «Παπαρούνα» (1936), «Της μιας δραχμής τα γιασεμιά» (1939), «Είδα μάτια» (1909), «Ζητάτε να σας πω» (1930), «Μαραμένα τα γιούλια» (1935), «Άδικα πήγαν τα νιάτα μου» (1936), «Τα καημένα τα νιάτα» (1918) και πολλά άλλα, ερμηνευμένα από τον ίδιο, Δανάη (Στρατηγοπούλου), Τώνη Μαρούδα, Ζινέτ Λακάζ, Κάκια Μένδρη κ.ά.

Το διαχρονικό τραγούδι του Αττίκ «Το χρήμα!» φιλοξενούμε σήμερα στη στηθάγχη. Ερμηνευμένο με σύγχρονο τρόπο από τη νεαρή τραγουδίστρια Ζωή Παπαδοπούλου. Τη συνοδεύει με το πιάνο του ο μαέστρος Δαυίδ Ναχμίας.

Ο Δαυίδ Ναχμίας, μουσικός και μελετητής εδώ και πολλά χρόνια των τραγουδιών του Αττίκ και γενικότερα της «ρετρό» μουσικής, εγκατέλειψε τη δημοσιογραφία για χάρη της μουσικής. Είναι ο κύριος ενσαρκωτής της προσπάθειας που γίνεται τα τελευταία χρόνια να προσεγγίσει το κοινό ακούσματα άγνωστα στους νεώτερους και ξεχασμένα για τους μεγαλύτερους σε ηλικία. Με αγάπη και σεβασμό στο πρωτότυπο υλικό και στις  οικογένειες των δημιουργών και με την εύστοχη επιλογή εξαιρετικών ερμηνευτών, ενορχηστρώνει και παρουσιάζει ο ίδιος (στο πιάνο) αυτά τα τραγούδια μέσα από τη δισκογραφία, σε παραστάσεις και μουσικές σκηνές.

Το χρήμα!

Πού τρέχει με βία το πλήθος αυτό
σα να ’χει σαράντα βαθμούς πυρετό
επάνω και κάτω, αενάως κινείται σαν κύμα;
Και λες πως ειν’ όλοι τους φρενοβλαβείς,
ποια είναι η αιτία της βίας αυτής;
Το χρήμα! Το χρήμα!

Καμάρι τις είχαν σ’ όλο το χωριό
καλές αδελφές η Μαριώ κι η Λενιώ,
μα πέθανε ο γέρος και άφησε πλούσιο μνήμα…
Και τώρα δεν παν’ μαζί στην εκκλησιά,
ποιος φταίει που τα χάλασαν στη μοιρασιά;
Το χρήμα! Το χρήμα!

Παντρεύεται γέρος πεντάμορφη νια
και στ’ άσπρα μαλλιά του φοράει λεμονιά
και λες ειν’ ο γάμος κηδεία για κείνο το θύμα…
Για τ’ άνθος που άδικα θα μαραθεί
ποιος φταίει που τόση ομορφιά θα χαθεί;
Το χρήμα! Το χρήμα!

Η σύζυγος κάποιου βιοπαλαιστού
συχνά στην αγκάλη ενός τοκιστού
της γραμματικής μελετάει το γλυκύτερο ρήμα…
Και σαν κοινωνεί μαρτυρεί στον παπά
πως… κι από τους δυο πιο πολύ αγαπά…
Το χρήμα! Το χρήμα!

Το χρήμα γεννάει τους πολέμους στη γη
κι όλων των λαών την αλληλοσφαγή,
που κάνει τη μάνα να καίει σε νιόσκαφτο μνήμα,
που κείτεται μέσα πεντάμορφος νιος.
Ποιός φταίει που δεν είναι κι αυτός ζωντανός;
Το χρήμα! Το χρήμα!

Στον περίπατό σου τον εσπερινό
συχνά μες στους δρόμους, με τη λέξη «πεινώ»,
φτωχοί σ’ ενοχλούν πλούσιέ μου κι ανοίγεις το βήμα…
Κι ιδρώνεις γιατί είσαι χοντρός και παχύς,
ποιος φταίει που υπάρχουν στη γη δυστυχείς;
Το χρήμα! Το χρήμα!

Μου λένε πως γράφω καλή μουσική,
μα μόνο για δόξα κι όχι εμπορική
και πως θα πεθάνω στην ψάθα κι αυτό θα ’ναι κρίμα…
Μα τι να τα κάνω εγώ τα λεφτά;
Η αγάπη η δική σας αντικαθιστά…
Το χρήμα! Το χρήμα!

Αττίκ

Πέμπτη 25 Σεπτέμβρη 2014.

Τετάρτη 24 Σεπτεμβρίου 2014

Πάβλο Νερούδα: "Ο ΛΑΟΣ" ― Και ένα κείμενο της Δανάης Στρατηγοπούλου - Χαλκιαδάκη για τον ποιητή



Ο ΛΑΟΣ

Πάβλο Νερούδα

Μεταγλώττιση: Δανάης Στρατηγοπούλου - Χαλκιαδάκη

Τον θυμάμαι εκείνον τον άνθρωπο, κι ας μην πέρασαν
 παρά μόνο δυο αιώνες που τον είδα.
Δεν πήγαινε με άλογο ούτε με αμάξι:
με τα πόδια
κατάπινε
τις αποστάσεις
και δεν είχε σπαθί ούτε πανοπλία
αλλά δίχτυα στον ώμο,
τσεκούρι, σφυρί ή φτυάρι.
Ποτέ δε χτύπησε όμοιό του:
ο αγώνας του ήταν ενάντια στο νερό και στη γη,
για να 'χει στάρι για ψωμί,
ενάντια στο πελώριο δέντρο για να 'χει ξύλα,
στους τοίχους για ν' ανοίγει πόρτες,
στην άμμο για να χτίσει τοίχους
και στη θάλασσα για να την κάνει να ξεγεννάει.
Τον γνώρισα κι ακόμα δε μου σβήνεται απ' το νου.

*

Οι χρυσές άμαξες γίναν κομμάτια...
ο πόλεμος γκρέμισε πόρτες και τοίχους,
η πολιτεία γίνηκε μια χούφτα στάχτη,
γίνανε σκόνη τα ρούχα,
κι αυτός για μένα υπάρχει ακόμα,
επιβίωσε στην άμμο,
όταν όλα φαίνονταν ακατάλυτα,
εκτός από κείνον.

*

Στο πήγαιν' έλα κάθε φαμελιάς
ήταν άλλοτε πατέρας μου, ή συγγενής μου,
ή μονάχα μπορεί και να 'ταν...
ή και να μην ήταν
αυτός που δε γύρισε στο σπίτι
γιατί τον κατάπιε η γη ή το νερό,
ή γιατί τον σκότωσε μια μηχανή ή ένα δέντρο
ή και να 'ταν εκείνος ο πένθιμος μαραγκός
που πήγαινε πίσω από το φέρετρο, δίχως δάκρυα,
τέλος κάποιος που δεν είχε όνομα,
που τον έλεγαν μέταλλο ή ξύλο
και που όλοι τον έβλεπαν από ψηλά
χωρίς να βλέπουν το μερμήγκι
αλλά τη μερμηγκιά,
που - όταν τα πόδια δε σαλεύουν πια
γιατί ο ταλαίπωρος είχε πεθάνει –
δεν είδαν ποτέ πως δεν τον έβλεπαν:
υπήρχαν κιόλας άλλα πόδια εκεί που πριν
ήταν αυτός.

*

Τα άλλα πόδια ήταν αυτός ο ίδιος,
και τα άλλα χέρια.
Ο άνθρωπος συνεχίζονταν:
όταν φαινόταν φευγάτος, ξεπερασμένος,
βρισκόταν ο ίδιος ξανά, ήταν εκεί
για να σκάβει τη γη,
να κόβει το πανί, εκείνος όμως
δίχως πουκάμισο,
ήταν και δεν ήταν εκεί, όπως και τότε,
είχε φύγει και βρισκόταν ξανά,
κι όπως ποτέ του δεν είχε κοιμητήρι,
ούτε τάφο, κι ούτε τ' όνομά του χαράχτηκε
στην πέτρα που εκείνος ίδρωσε για να τη σπάσει,
ποτέ κανένας δε μάθαινε πως ξαναρχόταν,
ποτέ κανείς δεν έμαθε πότε πέθανε
κι έτσι μόνο όταν ο δύστυχος το μπόρεσε,
αναστήθηκε ξανά απαρατήρητος.

*

Ηταν ο άνθρωπος χωρίς αμφιβολία, χωρίς κληρονομιά
χωρίς αγελάδα, χωρίς σημαία,
και δεν ξεχώριζε ανάμεσα στους άλλους,
τους άλλους που ήσαν αυτός,
από ψηλά ήταν σταχτής σαν γη,
ήτανε φαιός σαν το πετσί,
ήτανε κίτρινος θερίζοντας στάχυα,
ήτανε μαύρος κάτω στα ορυχεία,
ήτανε χρώμα πέτρας στο κάστρο,
στην τράτα είχε χρώμα παλαμίδας
και χρώμα αλογίσιο στο λιβάδι:
και δεν μπορούσε κανείς να τον ξεδιακρίνει,
αφού ήταν αδιαχώριστος, ήταν το στοιχείο,
γη, κάρβουνο ή θάλασσα ντυμένη άνθρωπος.

*

Οπου έζησε,
αβγάταινε ό,τι άγγιζε αυτός:
το εχθρικό λιθάρι,
σπασμένο
από τα χέρια του,
μεταβαλλόταν σε τάξη,
και ένα - ένα σχημάτισαν
την κατακόρυφη λάμψη του κτιρίου
έφτιασε το ψωμί με τα χέρια του,
κίνησε τους σιδηρόδρομους
γεμίσαν οικισμούς οι αποστάσεις,
άλλοι άνθρωποι γεννήθηκαν,
ήρθαν οι μέλισσες,
και επειδή ο άνθρωπος δημιουργεί και
πολλαπλασιάζει
η άνοιξη περπάτησε ως την αγορά
ανάμεσα σε ψωμάδικα και περιστέρια.

*

Ο πατέρας των άρτων λησμονήθηκε,
αυτός που έκοψε, που πεζοπόρησε, τσακίζοντας
κι ανοίγοντας χαντάκια, κουβαλώντας άμμο,
κι όταν όλα υπήρξαν, αυτός πια δεν υπήρχε,
αυτός έδινε την ύπαρξή του, αυτό ήταν όλο.
Βρήκε αλλού να δουλέψει, κι ύστερα
πήγε να πεθάνει κυλώντας σαν βότσαλο του ποταμού:
τον πήρε σβάρνα ο θάνατος.

*

Εγώ, που τον γνώρισα, τον είδα να σβήνεται
ώσπου να απομείνει μόνο αυτό που άφηνε:
δρόμοι που μόλις και μπόρεσε να γνωρίσει,
σπίτια που ποτέ, ποτέ δε θα κατοικούσε.

*

Και γυρνάω ξανά για να τον δω, και κάθε μέρα περιμένω.

*

Τον βλέπω στη νεκρόκασά του και αναστημένο.
Τον διακρίνω ανάμεσα σ' όλους
που είναι οι όμοιοί του
και μου φαίνεται πως δε γίνεται,

*

πως έτσι δε βγαίνουμε πουθενά,
πως γίνοντας έτσι δεν αξίζει τον κόπο.

*

Εγώ πιστεύω ότι στο θρόνο πρέπει να βρίσκεται
αυτός ο άνθρωπος, με καλά παπούτσια και
στέμμα.

*

Πιστεύω ότι αυτοί που έκαναν τόσα πράγματα
πρέπει να είναι ιδιοκτήτες σε όλα τα πράγματα.
Κι αυτοί που φτιάχνουν το ψωμί πρέπει να τρώνε.

*

Και πρέπει να 'χουν φως εκείνοι του ορυχείου!

*

Τέρμα πια οι σταχτιοί αλυσόδετοι.
Τέρμα οι χλωμοί εξαφανισθέντες!
Ούτε ένας άνθρωπος που να μη βασιλεύει.

*

Ούτε μια γυναίκα χωρίς την κορόνα της.

*

Για όλα τα χέρια γάντια χρυσά.

*

Οι καρποί του ήλιου για όλους τους σκούρους!

*

Εγώ τον γνώρισα εκείνον τον άνθρωπο κι όταν μπόρεσα,
όταν πια είχα μάτια στο πρόσωπό μου,
όταν πια είχα φωνή στο στόμα μου,
τον αναζήτησα ανάμεσα στους τάφους και του 'πα
σφίγγοντάς του το μπράτσο που δεν ήταν ακόμα:
"Ολοι θα φύγουν, εσύ θα μείνεις ζωντανός.

*

Εσύ έφτιασες αυτό που είναι δικό σου".

*

Γι' αυτό κανείς ας μην ανησυχεί όταν
φαίνεται να 'μαι μόνος μα που δεν είμαι μόνος:
δεν είμαι με κανέναν και μιλάω για όλους.

*

Κάποιος μ' ακούει και δεν το ξέρουν,
όμως εκείνοι, που γι' αυτούς τραγουδάω και που
το ξέρουν
συνεχίζουν να γεννιούνται και να γεμίζουν τον κόσμο.


Η Χιλή και ο μέγας Ποιητής της
Ο Πάμπλο Νερούδα με τον Σαλβαδόρ Αλιέντε
Με αφορμή τα 27 χρόνια από το θάνατο του κορυφαίου ποιητή της Χιλής και όλης της Λ. Αμερικής Πάμπλο Νερούδα (23/9/1973), δημοσιεύουμε κείμενο που έγραψε με την ίδια ευκαιρία η μεταφράστρια των ποιητικών απάντων του Δανάη Στρατηγοπούλου - Χαλκιαδάκη:

Δεκέμβριος του 1972. Η Χιλή περνάει στιγμές σκληρές και μεγάλες. Ο λαός της έχει έναν πρόεδρο, που κάνει την ασφυκτικά γεμάτη Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών να σηκωθεί ολόρθη και να χειροκροτεί ρυθμικά, λες και χειροκροτεί η ανθρωπότητα όλη, ενώ οι εκπρόσωποι των Εθνών, όσοι δεν είχαν κάθισμα, όρθιοι, πιασμένοι από τις κολόνες - τους είδα, τα είδα όλα αυτά και τα άκουσα - κλαίγοντας - με δορυφόρο, κατ' ευθείαν από την τηλεόραση στο Σαντιάγο - να τρέχουν και να τον τριγυρίζουν, φωνάζοντας σαν σε διαδήλωση της Πλατείας Συντάγματος «Α-γιέν-ντε! Α-γιέν-ντε!»
Ο λαός της Χιλής έχει έναν Ποιητή κι έναν Αρχιστράτηγο - Αντιπρόεδρο. Ο ποιητής της Χιλής έχει αφήσει την πρεσβεία του στο Παρίσι και τρέχει στην πατρίδα να της παρασταθεί τώρα που λείπει ο Πρόεδρός της. Ο λαός δεν ξέρει τι να πρωτονιώσει. Ευλογημένος λαός, μεστός, κατάμεστος από χυμούς: Θλίψη, για τον αργό θάνατο που του ετοιμάζει η «δεξιά» του, υπακούοντας στους αφέντες της, τους γιάνκη; Για τη σκληρή, απελπισμένη αποστολή, που έχει αναλάβει ο Πρόεδρός του; Χαρά, που χαιρετάει τον γίγαντά της, ύστερα μάλιστα από την ύψιστη τιμή του Νόμπελ; Αυτοσυγκέντρωση και ηρεμία, ως να τελειώσει ο λόγος του αντιπροέδρου - στρατηγού Κάρλος Πρατς Γονσάλες - που έχει μείνει στο πόδι του Αγιέντε - του έντιμου και απόλυτου δημοκράτη, που αυτός ο λαός δεν καλοξέρει και προσπαθεί να διαγνώσει κάθε ιδεολογική απόχρωσή του, από τη στάση και τα λόγια του; `Η μήπως, μέσα και πάνω από όλα αυτά, πήγε εκεί - στο στάδιο - να διαδηλώσει την απόφασή του να ζήσει ή να πεθάνει για τη Δημοκρατία του; Ολα τα νιώθει. Ολα. Ολα είναι παραλήρημα. Παραλήρημα, που κορυφώνεται όταν το αυτοκίνητο, με τον Πάβλο Νερούδα και την Ματίλντε Ουρούτια, τη γυναίκα του, ορθούς, κάνει το γύρο μέσα στο τεράστιο εθνικό στάδιο της πρωτεύουσας...
Πριν μιλήσουν οι δυο άντρες, ο Πρατς κι ο Νερούδα, δίνεται μια θεατρική παράσταση - παντομίμα, αναπαράσταση σπουδαίων στιγμών του βίου του ποιητή, από τα φοιτητικά χρόνια του ως σήμερα.
Είναι 6 Δεκεμβρίου του 1972. Η παντομίμα τελειώνει σ' έναν καταιγισμό χαράς: Θα μιλήσει ο μέχρι τώρα συμπαθής, αλλά «άχρους και άοσμος» Χιλιανός στρατιώτης. Μιλάει εμπνευσμένα. Ξέρει καλά τι ακριβώς συμβαίνει παγκόσμια και γιατί. Ξέρει ότι, στα μέσα τούτου του αιώνα, ο άνθρωπος είδε πιο καθαρά από κάθε άλλη φορά πως μπορούσε να επιταχύνει την ελπιδοφόρα πορεία του και το ξεπέρασμά του. Γιατί εμπιστευόταν το ότι η επιστημονική και τεχνολογική κυριαρχία, που είχε κιόλας κατορθωθεί, θα επέτρεπε την πνευματική χειραφέτηση και την ηθική πρόοδο των ατόμων και των λαών...
Ομως, τέτοιος παραλληλισμός ανάμεσα στην υλική και την ηθική πρόοδο δεν επιτεύχθηκε. Το βαθύτερο σύγχρονο φιλοσοφικό αίνιγμα βρίσκεται στη μεγάλη αποστασιοποίηση που υπάρχει ανάμεσα στην τεχνική και το πνεύμα.
Η τεχνική μεταφράζει τη θέληση για ισχύ του σύγχρονου ανθρώπου. Το πνεύμα. Ο βαθμός - σε παγκόσμια κλίμακα - της αντίστιξης ανάμεσα στην τεχνική και στο πνεύμα έκανε να αμβλυνθεί, στην εξωτερική ζωή των λαών, το αίσθημα της κοινωνικής αλληλεγγύης και, από το άλλο μέρος, στις διεθνείς σχέσεις, πολλαπλασίασε τις μορφές επίθεσης και τις απειλές κατά της ειρήνης.
Ο μέσος άνθρωπος της δεκαετίας του '70, παρά το γεγονός ότι απολαμβάνει υλικές συνθήκες ανώτερες από αυτές των προγενέστερών του, ζει μέσα σε αγωνία και σύγχυση. Είναι ένα ον με έμμονο φόβο για το αύριο.
Το δράμα του ανθρώπινου όντος, του υποδουλωμένου από την κατάθλιψη, έγκειται στο ότι έχει ανάγκη από ένα όραμα της ζωής και της μοίρας του. Χρειάζεται να δει να 'ρχεται φως και όχι να συνεχίζει μέσα στις ομίχλες.
Χρειάζεται ν' ακούσει μια φωνή που αυτός καταλαβαίνει, κι όχι μια απειλή εχθρική ή ακατάληπτη.
Χρειάζεται ένα χέρι που να του απλώνεται σαν κίνηση αλληλέγγυα και όχι σαν γροθιά φοβέρας, όχι σαν βόμβα...
Ο διπολικός κόσμος των δύο προηγούμενων δεκαετιών ανοίγεται σε μια πολυπολική προοπτική για τη δεκαετία που αρχίζει. Διαγράφεται ένας κόσμος πολυπολικός με νόημα πιο πραγματικό, που μέσα του η ιδεολογική διαμάχη αδυνατίζει τις εντάσεις.
Υπάρχει πλέον άνοιγμα πενταγραμμικό - ΗΠΑ, Δυτική Ευρώπη, ΕΣΣΔ, Κίνα και Ιαπωνία, για να μιλήσουμε από Δύση σ' Ανατολή - που σημειώνει μία παγκόσμια σκηνή μεγαλύτερης ευκαμψίας των γιγάντων στην εξεύρεση αγορών γοητευτικών και προκλητικών, που θα δώσει περιθώρια σε μία πυρετική αναζήτηση δυνατοτήτων. Αυτά συνέβαιναν στη δεκαετία εκείνη. Τα λοιπά, γνωστά:
2 Σεπτέμβρη 1973

Οι φόβοι οι βαθύτεροι βγήκαν αληθινοί. Οταν πια οι γιάνκηδες δεν κατάφεραν να λυγίσουν τον χιλιανό λαό - που με θυσίες και πίστη στη δημοκρατία του, στον χαλκό του, που ξαναπήρε από τους Αμερικανούς, στην αγροτική του μεταρρύθμιση, που έσωσε το μισό πληθυσμό από τη δουλοπαροικία - τότε, και μετά από την αποτυχία των ΗΠΑ στη σκαρωμένη απεργία των ιδιοκτητών των καμιονιών, του μόνου μέσου μεταφοράς προϊόντων για την επιβίωση του κοσμάκη, τότε, για να τελειώνει μια και καλή με τους Χιλιανούς επειδή ΚΑΤΑΦΕΡΑΝ ΝΑ ΕΠΙΒΙΩΝΟΥΝ ΧΩΡΙΣ ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΕΣ (δήθεν) ΒΟΗΘΕΙΕΣ, έστειλαν τα αεροπλάνα και τα κάναν ως συνήθως (Βιετνάμ, Κόλπος, Γιουγκοσλαβία κλπ.) θάλασσα. Οσο για μας... ας προσευχόμαστε φλογερά, παίδες Ελλήνων!

Δανάη Στρατηγοπούλου - Χαλκιαδάκη
Ριζοσπάστης, Κυριακή 8 Οχρώβρη 2000

Τρίτη 23 Σεπτεμβρίου 2014

«Ο συγγραφέας πρώτος σύμμαχος του λαού» ― Αποχαιρετώντας την Διδώ Σωτηρίου

Διδώ Σωτηρίου

ICON
«Στις μνήμες των ζωντανών έσκυψα. Ακούμπησα μ' αγάπη και πόνο τ' αυτί στις καρδιές τους, εκεί που κρατούν τις θύμισες, όπως στο κονοστάσι τα βάγια και τα στέφανα...». Αυτές τις αιματοβαμμένες μνήμες αφουγκράστηκε, ζωντάνεψε, ανέδειξε και τις έκανε έργο σπουδαίο. Γιατί ήξερε πως όταν ξεχνιέται το αίμα, εκείνο που μπορεί να μείνει στη θέση του είναι το μελάνι. Και σ' αυτήν την περίπτωση «το μελάνι είναι τόσο αναγκαίο, γιατί πρέπει κάπου να ζούνε αυτοί οι άνθρωποι...».

Η Διδώ Σωτηρίου πέρασε στην αιωνιότητα, αφήνοντάς μας παρακαταθήκη το πολύτιμο συγγραφικό έργο της, στο οποίο με αληθινή μαεστρία αποτυπώνει τον αγώνα του ανθρώπου και τις ελπίδες του για έναν καλύτερο κόσμο. Εφυγε από τη ζωή στις 23/9 (2004), έχοντας δίπλα της την αδελφή της Ελλη Παπά και τον αγαπημένο της ανιψιό, Νίκο Μπελογιάννη.

Γέννημα θρέμμα του μικρασιατικού ελληνισμού, όπως έλεγε σε παλιότερη συνέντευξή της στο «Ρ», «το να αποδυθώ στην περιπέτεια του γραψίματος, δεν το θεωρούσα ανάδειξη του συγγραφέα. Το θεωρούσα χρέος στην Ιωνία, την πατρίδα μου. Δε διάλεξα τα γεγονότα. Με διαλέξανε. Τα 'ζησα, με τσουρουφλίσαμε, κάηκα μέσα σ' αυτά, κακά τα ψέματα. Αν δεν έχεις βιώματα, όσο ταλέντο κι αν διαθέτεις, όση φαντασία, δε βγαίνουν γνήσια πράγματα χωρίς συνεργασία με τη ζωή».

Προσφυγιά και αντιστασιακή δράση

Γεννημένη στις αρχές του 20ού αιώνα στο Αϊδίνι της Μ. Ασίας, η Διδώ Σωτηρίου, στα έντεκά της χρόνια, θα ζήσει τη Μικρασιατική Καταστροφή, τον ξεριζωμό, την προσφυγιά (αρχικά εγκαταστάθηκε στον Πειραιά και κατόπιν στην Αθήνα). Μεταξύ των καθηγητών της στη Μέση Εκπαίδευση, συγκαταλέγονταν ο μεγάλος πεζογράφος και σοσιαλιστής Κώστας Παρορίτης και η μεταφράστρια και ποιήτρια Σοφία Μαυροειδή - Παπαδάκη, καθηγητές που επέδρασαν στο να μυηθεί στις προοδευτικές και κομμουνιστικές ιδέες. Στα 18 της, η εύπορη οικογένειά της, της δίνει τη δυνατότητα να ταξιδέψει στην Ευρώπη. Σπούδασε Γαλλική Φιλολογία στο Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών και μετά στη Σορβόνη.

Από νεαρή ηλικία ανέπτυξε πολιτικο-κοινωνική δράση μέσα από τις γραμμές του ΚΚΕ (στο οποίο έμεινε μέχρι περίπου τα τέλη του Εμφυλίου) και γυναικείων οργανώσεων. Ως εκπρόσωπος γυναικείων οργανώσεων, συμμετείχε σε συνέδρια, όπως το Α` Παγκόσμιο Συνέδριο Γυναικείων Οργανώσεων για την Ειρήνη, καθώς και στο Παγκόσμιο Συνέδριο Λογοτεχνών, αφού, παράλληλα με τη δημοσιογραφική της δουλιά την οποία ξεκίνησε το 1933 (μεταξύ άλλων στα περιοδικά «Νέος κόσμος της γυναίκας», «Γυναικεία Δράση», «Κομμουνιστική δράση», αρχισυντάκτρια αργότερα στο περιοδικό «Γυναίκα»), ασχολούνταν και με τη λογοτεχνία. Ως δημοσιογράφος μαθήτευσε δίπλα στον Νίκο Καρβούνη, στον Κώστα Βάρναλη και άλλες μορφές των Γραμμάτων μας. Καθοριστικό για την πορεία της στάθηκε το συναπάντημά της με την ηρωική μορφή της Εθνικής Αντίστασης, την Ηλέκτρα Αποστόλου. Συμμετέχει στους κοινωνικούς αγώνες της εποχής και στις κρίσιμες ώρες της φασιστικής σκοτεινιάς παίρνει μέρος στον αντιφασιστικό αγώνα και μετέχει στο Κεντρικό Συμβούλιο της «Κοινωνικής Αλληλεγγύης». Η ώρα της απελευθέρωσης, το πρωί της 12ης Οκτωβρίου 1944, βρίσκει την Διδώ να κλείνει πάνω στο μάρμαρο την πρώτη σελίδα του παράνομου ακόμα «Ριζοσπάστη», στην ελεύθερη γειτονιά της Ν. Ελβετίας στο Βύρωνα. Μαθαίνοντας την αποχώρηση των κατακτητών, γράφει ως κεντρικό τίτλο του πρωτοσέλιδου της εφημερίδας το σολωμικό στίχο «ΧΑΙΡΕ, Ω ΧΑΙΡΕ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ».

Στη διάρκεια της Κατοχής, μαζί με άλλες σπουδαίες αγωνίστριες - όπως την Μέλπω Αξιώτη, την Λιούντα Μάντακα, την Μ. Μάστρακα - δημοσιογραφούσε στα παράνομα ΕΑΜικά έντυπα και μετά την απελευθέρωση, για ένα διάστημα, στα χρόνια 1946-1947, ανέλαβε την αρχισυνταξία του «Ριζοσπάστη», ενώ δημοσιογραφούσε και στο «Ρίζο της Δευτέρας». Αργότερα, όταν εκδόθηκε η εφημερίδα «Αυγή», συνεργάστηκε με άρθρα και χρονογραφήματα. Επίσης, δημοσίευσε ποικίλα θέματα στο περιοδικό «Επιθεώρηση της Τέχνης».

«...να υπηρετείς την ιστορία και τη ζωή»

«Για μένα συγγραφέας είναι ο πρώτος σύμμαχος του λαού», έλεγε η Δ. Σωτηρίου στο «Ρ», σημειώνοντας πως «λογοτεχνία είναι να υπηρετείς την ιστορία και τη ζωή. Να βάλεις να κατοικήσει μέσα στο βιβλίο η ζωή». Η πρώτη επίσημη λογοτεχνική της εμφάνιση έγινε το 1959 με το μυθιστόρημα «Οι νεκροί περιμένουν», το οποίο είχε έντονο αυτοβιογραφικό χαρακτήρα. «Χαιρόμαστε έναν συγγραφέα που δεν κάνει φιλολογία, αλλά ζωή - γιατί η τέχνη είναι ζωή, γι' αυτό άλλωστε και μένει και υπάρχει ύστερα και από μας», έγραψε ο ποιητής Νικηφόρος Βρεττάκος για το έργο, ενώ η συγγραφέας Ελλη Αλεξίου σημείωνε: «Ζωντανεύει τύπους, κόσμους, εποχές - αληθινή αποκάλυψη...».

Η μεγάλη αναγνώριση της Δ. Σωτηρίου ήρθε με το δεύτερο έργο της «Ματωμένα χώματα» (1962), το «έπος της προσφυγιάς» όπως χαρακτηρίστηκε. «Εχουμε ένα δικό μας "Πόλεμο και Ειρήνη", που ανάλογα με το ανάστημα της νεοελληνικής λογοτεχνίας - σε σύγκριση με τη ρωσική του τέλους του 19ου αιώνα - δεν έχει καθόλου μικρότερη σημασία από το αριστούργημα του Τολστόι», έγραφε για το μυθιστόρημα στην «Επιθεώρηση Τέχνης» (1967) ο κριτικός λογοτεχνίας Δ. Ραυτόπουλος. «Πιστεύω ότι πρόκειται τουλάχιστον για το καλύτερο πεζό νεοελληνικό δίπτυχο: ειρήνη - πόλεμος, για την αρτιότερη μετάπλαση σε επική πρόζα μιας μεγάλης και βαρυσήμαντης εθνικής περιπέτειας».

Ακολούθησαν τα βιβλία της: «Ηλέκτρα» (για τη φίλη και συναγωνίστριά της Ηλέκτρα Αποστόλου), «Εντολή» (1976), που αναφέρεται στη δίκη και εκτέλεση του Νίκου Μπελογιάννη, συντρόφου της αδερφής της, Ελλης Παππά, «Κατεδαφιζόμεθα» (1982), τα παιδικά αφηγήματα «Μέσα στις φλόγες» (1972) και «Επισκέπτες» (1979), ενώ το 1995 εκδόθηκε το τελευταίο της βιβλίο «Θέατρο» με δυο θεατρικά έργα της κι έναν μονόλογο. Το 1975 γράφει τη μελέτη «Μικρασιατική καταστροφή και στρατηγική του ιμπεριαλισμού στην Ανατολική Μεσόγειο», όπου φέρνει στο φως κρυφές πτυχές της καταστροφής. Αναφερόμενη στο έργο της, έλεγε: «Η δική μου προσπάθεια ήταν να κάνω μια έντιμη επιλογή από κείνα τα γεγονότα και τις κρίσεις που συνήθως αποσιωπώνται. Και αυτό για να πληροφορήσω σωστά, καμιά φορά και να σχολιάσω αντικειμενικά. Οι πρωταγωνιστές μιας εποχής συνταρακτικής, ακόμα και οι απλοί αυτόπτες μάρτυρες, όταν πάψουν να βρίσκονται στο προσκήνιο, νιώθουν την ανάγκη κάποιας μεγαλύτερης ειλικρίνειας είτε απομνημονεύματα γράφουν ή αφηγήσεις κάνουν. Κι επωφελήθηκα από τη νηφαλιότητά τους, όπως και από τις κραυγές της οργής τους μπρος στο "συμμαχικό εμπαιγμό", που πήρε την έκταση εθνικής συμφοράς στη Μικρασία. Το αίμα, αχ το αίμα, τι άδικο, ξεχνιέται και μένει το μελάνι. Κι αυτό το μελάνι πρέπει να μιλήσει».

Τα μυθιστορήματά της έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες: Τουρκικά, γερμανικά, αγγλικά, γαλλικά, ρωσικά, βουλγαρικά, ουγγρικά, ρουμανικά κ.ά. Αξίζει να σημειωθεί ότι στο σπίτι της άφησε δεκάδες σελίδες χειρογράφων. Ανάμεσά τους και το ημιτελές μυθιστόρημα «Τα παιδιά του Σπάρτακου» και μια αυτοβιογραφία.

Η Δ. Σωτηρίου ήταν μεταξύ των ιδρυτικών μελών της Εταιρείας Συγγραφέων, η οποία αθλοθέτησε και το Βραβείο Πολιτισμού «Διδώ Σωτηρίου». Είχε τιμηθεί με το βραβείο Ιπεκτσί (1983), με το Ειδικό Κρατικό Βραβείο και με το Μεγάλο Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών (1989).

Ρ. Σ.
Ριζοσπάστης, 3 Οχτώβρη 2004

Κυριακή 21 Σεπτεμβρίου 2014

"Διαμαντή τον λέγανε, οι φασίστες έτρεμαν..." (Ο Θρυλικός)


Διαμαντή τον λέγανε,
οι φασίστες έτρεμαν.
Βουνά και κάμποι
ελεύθερα ανασαίνανε.

Τον τραγουδάει ο Παρνασσός,
τον μολογάει η Γκιώνα,
τον καμαρώνουν τα Βαρδούσια.
Είναι πάντα γελαστός.

Η Λιάκουρα αφουγκράζεται,
βουή σκεπάζει τα Βαρδούσια.
Που ’ναι ο Διαμαντής;
Τουφεκιές ακούγονται.

Η Λιάκουρα αναστενάζει,
καλεί τα παλληκάρια.
Εδώ μαζί μας είναι,
με τον Διάκο κουβεντιάζει.

Ο σύντροφος Διαμαντής (Γιάννης Αλεξάνδρου, από την Κάτω Αγόριανη Παρνασσίδας), διοικητής του Αρχηγείου Ρούμελης 2ης Μεραρχίας, ο σταυραετός της Ρούμελης, σκοτώθηκε στις 21/6/1949 βορειοανατολικά του Αη Γιάννη των Μαρμάρων Φθιώτιδας, απέναντι από την τοποθεσία Παπα τ’ Αλώνια, σε απόσταση 1.500 μέτρων από την εκκλησία.

Τιμή και δόξα στον ατρόμητο αθάνατο στρατηλάτη. Ο αετός της Ρούμελης, λιοντάρι, τον έτρεμαν οι εχθροί και εθνοπροδότες. Από τους πρώτους, 1942-1949, παραδειγματικά μας δίδασκε στον αγώνα για Δημοκρατία, Σοσιαλισμό. Πρόσεχε τους αντάρτες σαν παιδιά του. Λαϊκός ηγέτης, αφοσιωμένος στον αγώνα και στον άνθρωπο, αγνός, ντόμπρος, απλός, σεμνός, συνεπής, ήρεμος, γελαστός, σωστός κομμουνιστής.

Έζησα τρία χρόνια μαζί του και του χρωστάω, δίχως καμιά υπερβολή, μεγάλη ευγνωμοσύνη για όλα τα καλά που μου έδωσε.
Αιώνια η μνήμη του.

Αποστόλης Κουφάκης


(Από το βιβλίο του Αποστόλη Κουφάκη: ΘΥΣΙΕΣ ΓΙΑ ΜΙΑ ΚΑΛΥΤΕΡΗ ΖΩΗ, ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ. Μαρτυρία ενός μαχητή του ΔΣΕ, εκδόσεις Α/συνεχεια, Αθήνα 2013).

Σάββατο 20 Σεπτεμβρίου 2014

ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ: 39 ποιήματα του Βάρναλη που δημοσιεύτηκαν με την υπογραφή άλλου!

Η μελέτη και έρευνα στο έργο του ποιητή Κώστα Βάρναλη κρύβει εκπλήξεις , που ανατρέπουν τη μέχρι τώρα γνώση μας για το εύρος του έργου και τη χρονολόγησή του. Για παράδειγμα, τα «Δώδεκα διαλεχτά παραμύθια» και η διασκευή του «Δον Κιχώτη», που τα τοποθετούσαμε στα τέλη της δεκαετίας του 1950, πρωτοκυκλοφόρησαν στις αρχές της δεκαετίας του 1930. Τις δύο εκδόσεις, που δεν υπάρχουν στο Αρχείο Βάρναλη, τις βρήκαμε στα παλαιοπωλεία.

Η έρευνα απρόσμενα έφερε στο φως και ένα θησαυρό από τριάντα εννιά παιδικά ποιήματα, που έγραψε – κατά παραγγελία- το 1936 ο Κώστας Βάρναλης και δημοσιεύτηκαν στις αρχές του 1937 με την υπογραφή του Νώντα Έλατου. Πρόκειται για ψευδώνυμο του Επαμεινώνδα Γ. Παπαμιχαήλ, εκπαιδευτικού, ποιητή και συγγραφέα πολλών σχολικών βιβλίων (1). Έγραψε τα ποιήματα κατά παραγγελία και επ’ αμοιβή! Τα πούλησε στον Νώντα Έλατο.
Στο Αρχείο Βάρναλη υπάρχει η σχετική αλληλογραφία που τεκμηριώνει την αγοραπωλησία. Είναι μια συζήτηση δι’ αλληλογραφίας, Κώστα Βάρναλη – Επ. Παπαμιχαήλ, για την εξεύρεση τρόπου που θα διασφαλίζει τα πνευματικά δικαιώματα του Βάρναλη επί των ποιημάτων του. Από τις επιστολές προκύπτει ότι ο Βάρναλης έδωσε τα ποιήματα, έναντι αμοιβής, στον Επ. Παπαμιχαήλ, ο οποίος τα προόριζε για σχολική χρήση. Υπάρχουν οι αναγκαίες πληροφορίες που φωτίζουν τη συμφωνία για την πώληση των ποιημάτων και την έκδοση της συλλογής. Επίσης, στο Αρχείο Βάρναλη υπάρχουν και τα χειρόγραφα αρκετών εκ των ποιημάτων αυτών.
Ο Βάρναλης με τη γυναίκα του από το 1929 Δόρα Μοάτσου
Ο Βάρναλης με τη γυναίκα του από το 1929 Δώρα Μοάτσου
Η ποιητική συλλογή του Νώντα Έλατου με τον τίτλο «Ο Κορυδαλλός» περιλάμβανε 76 ποιήματα. Είκοσι τρία ποιήματα του Νώντα Έλατου, δεκατέσσερις διασκευές ξένων τραγουδιών και τα τριάντα εννιά ποιήματα του Κώστα Βάρναλη. Ο τίτλος της συλλογής είναι από το ομώνυμο ποίημα «Ο Κορυδαλλός». Ένα από τα 39 του Βάρναλη και το μόνο, που δημοσιεύτηκε αργότερα σε περιοδικό με την υπογραφή του. Συγκεκριμένα στο περιοδικό «Καλλιτεχνικά Νέα» το Σάββατο 1 Γενάρη 1944 (2).
Το ιστορικό, τα τεκμήρια της αγοραπωλησίας και δεκαέξι από αυτά τα ποιήματα δημοσιεύονται στο έντυπο περιοδικό «Θέματα Παιδείας» (τεύχ. 51-52, καλοκαίρι 2014). Στο ίδιο κείμενο υπάρχει αναλυτική αναφορά στο έργο του Βάρναλη για τα παιδιά.

Το ποίημα «Ο Κορυδαλλός», που ακολουθεί, πρώτη φορά αναρτάται – δημοσιεύεται στο διαδίκτυο.
Ο ΚΟΡΥΔΑΛΛΟΣ
ΑΥΓΗΝ αυγή και μόλις βγει στον ουρανό το γαλανό απ” το βουνό του ήλιου ο δαυλός από κοντά τον χαιρετά με λαγαρή φωνή αργυρή ο ψάλτης ο κορυδαλλός
ΕΤΣΙ κ” εσύ Νιότη χρυσή, όλη χαρά με τα φτερά της φαντασιάς στα ουράνια πέτα. με λαγαρή φωνή αργυρή σαν τον τρελό κορυδαλλό τον Ηλιο, τη Ζωή χαιρέτα.
Ο Βάρναλης νεαρός στην Κρήτη μαζί με τον Νίκο και τη Γαλάτεια Καζαντζάκη
Ο Βάρναλης νεαρός στην Κρήτη μαζί με τον Νίκο και τη Γαλάτεια Καζαντζάκη
Βαθιές οι ρίζες του φαινομένου
Η αγοραπωλησία ποιημάτων δεν είναι συνηθισμένο γεγονός αν και δεν πρόκειται για μοναδική περίπτωση στο χώρο της (ελληνικής) λογοτεχνίας.
Ποιήματα κατά παραγγελία είναι πανάρχαιο φαινόμενο. Για παράδειγμα ο Σιμωνίδης ο Κείος έγραφε έναντι αμοιβής, όπως και ο Πίνδαρος κατά παραγγελία και επ’ αμοιβή.
Στα νεότερα χρόνια ποιήματα κατά παραγγελία έγραφε ο Αχ. Παράσχος. Ποιητές που με αυτόν τον τρόπο κέρδιζαν χρήματα από την τέχνη τους. Ποιήματα, όμως , που να εκδοθούν με όνομα άλλου συνιστούν μια ιδιαίτερη περίπτωση και σίγουρα περά από λογοτεχνικό έχει και ψυχολογικό ενδιαφέρον. Ιδιαίτερα όταν αυτό αφορά έναν από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές.
Το 1936 που ο Κώστας Βάρναλης «πουλά» τα ποιήματα στον Νώντα Έλατο είναι μια περίοδος δύσκολη οικονομικά. Δεν έχει ακόμη μόνιμη συνεργασία με την «Πρωΐα», σποραδικά γράφει ανώνυμα. Eξαιτίας της απαγόρευσης από τη δικτατορία του Μεταξά δεν μπορούσε να δημοσιεύσει τίποτα με το όνομά του. Όπως επίσης, μάλλον δεν κυκλοφορούν τα βιβλία του, που τα ποσοστά από τα διακίνηση μέχρι τη δικτατορία, στήριζαν τα οικονομικά του ζεύγους (στην αλληλογραφία του Κ. Βάρναλη με τη Δώρα Μοάτσου την περίοδο της εξορίας του, τέλη 1935, υπάρχουν τέτοιες αναφορές). Αυτά μαζί με τα βιοποριστικά προβλήματα ίσως εξηγούν γιατί πούλησε τα ποιήματα ο Κώστας Βάρναλης.
Ο Κώστας Βάρναλης σε νεαρή ηλικία
Ο Κώστας Βάρναλης σε νεαρή ηλικία
Το προηγούμενο με τον Κλεάνθη Τριανταφύλλου
Είπαμε ότι δεν είναι το μοναδικό παράδειγμα έχοντας υπόψη ένα (σχετικά) παράλληλο παράδειγμα, αυτό του Κλεάνθη Τριαντάφυλλου (1850-1889), συνιδρυτή του «Ραμπαγά». Αν και δεν συγκρίνεται με αυτό του Βάρναλη:
«Ένα μεσημέρι καθόμαστε στο γραφείο, αυτός στο τραπέζι του μπροστά, με το καπέλο στο κεφάλι κι εγώ ξαπλωμένος στο καναπεδάκι, και λογαριάζαμε πού να γευματίσουμε, στο Γαλάτσι που πηγαίναμε συχνότατα, ή σε κανένα κοντινό ξενοδοχείο. Εκεί που τα λέγαμε και λογαριάζαμε και τα καπιτάλια μας, που δεν ήτανε πολλά, ανοίγει την πόρτα ένας χωριάτης. - Κύριε Αραγκαβά, λέει βγάζοντας το σκούφο του, το παιδί μου σκοτώθηκε πέρσι στον πόλεμο, του ’καμα φέτος έναν τάφο καλούτσικο στο χωριό και θέλω ναν του γράψω κι ένα τραγούδι πάνω στο σταυρό… Μου είπανε πως η αφεντιά σου τα καταφέρνεις τα τέτοια… με το αζημίωτό σου, βέβαια… Και του αφήνει πάνω στο τραπέζι δυο τάλιρα ασημένια. Εγώ με κόπο συγκρατούσα τα γέλια. Βέβαια κάποιος φίλος του Κλεάνθη, χωρατατζής, μας τον είχε στείλει. Ο Κλεάνθης, σοβαρότατα, πήρε και τα δυο τάλιρα και του είπε να καθίσει. Ο χωριάτης κάθισε σε καρέκλα κι ο Κλεάνθης, που ήταν απαράμιλλος αυτοσκεδιαστής, ύστερ’ από λιγόστιγμη σκέψη, άρχισε ν΄ απαγγέλνει:
Όλος σφρίγος και όλος νεότης, της Πατρίδος λαμπρός στρατιώτης…
- Κύριε Αραγκαβά! ανασηκώνεται ο χωριάτης και τονέ διακόφτει. Δεν ήτανε στρατιώτης ο γιος μου• ήτανε δεκανέας… Να, κ’ ένα τάλιρο ακόμα και κάνε το τραγούδι για δεκανέα!… Ο Κλεάνθης τσέπωσε και το τρίτο τάλιρο και, χωρίς να σκεφτεί καθόλου, άρχισε ν΄ απαγγέλνει:
Δυνατός και ακμαίος ως Αίας, της πατρίδος λαμπρός δεκανέας…
Έγραψε το τετράστιχο και τόδωσε στο χωριάτη, που έφυγε κατενθουσιασμένος, και μείς το μεσημέρι φάγαμε τα τρία τάλιρα εις μνημόσυνο του λαμπρού Μαρουσιώτη δεκανέα… Μου δηγότανε πως όταν ήτανε στην Πόλη, συνεργάτης του γερο-Βουτυρά, στο ‘’Νεολόγο’’, είχε ένα καλούτσικο εισόδημα απ’ αυτό το είδος τη φιλολογία. Δεν έκανε μόνο επιγράμματα για πεθαμένους, άλλα έκανε και ποιήματα για ζωντανούς, δηλ. που του τα καλοπλήρωναν άλλοι φιλόδοξοι ομογενείς, που τα τυπώνανε για δικά τους, με την υπογραφή τους» («Φιλολογικά πορτραίτα 1885-1922», Δ.Π. Ταγκόπουλου, 1922. Ο Ταγκόπουλος με τον Τριαντάφυλλο ήταν φίλοι).
Αντίστοιχα φαινόμενα μας είναι γνωστά από το χώρο του τραγουδιού, σε μια εποχή όμως που δεν υπήρχαν πνευματικά δικαιώματα. Π.χ. Χαράλαμπος Βασιλειάδης (ή Τσάντας), Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου κ.α.

1. Ο Επαμεινώνδας Γεωργίου Παπαμιχαήλ, γνωστός με το φιλολογικό ψευδώνυμο Νώντας Έλατος, εκπαιδευτικός, ποιητής και συγγραφέας σχολικών συγγραμμάτων, γεννήθηκε το 1871 στα Βούρβουρα του νομού Αρκαδίας και πέθανε το 1951. Έγραψε τα βιβλία του στη Δημοτική γλώσσα και συνυπέγραψε μαζί με τον Ανδρέα Καρκαβίτσα αναγνωστικά βιβλία για τις τάξεις του Δημοτικού Σχολείου.
2. Τα «Καλλιτεχνικά Νέα» ήταν εβδομαδιαίο θεατρικό, λογοτεχνικό, κινηματογραφικό, καλλιτεχνικό περιοδικό που κυκλοφόρησε αρχικώς παράνομα και μετά την απελευθέρωση νόμιμα (χρόνος έκδοσης 1943-1945). Διευθυντής ήταν ο Γ. Βασιλόπουλος και αρχισυντάκτης ο Κ. Μεραναίος.
Η πρώτη σελίδα του περιοδικού "Καλλιτεχνικά Νέα", όπου ο Βάρναλης δημοσίευσε με την υπογραφή του για πρώτη φορά τον «Κορυδαλλό» τουΗ πρώτη σελίδα του περιοδικού «Καλλιτεχνικά Νέα», όπου ο Βάρναλης δημοσίευσε με την υπογραφή του για πρώτη φορά τον «Κορυδαλλό» του
 
  Το εξώφυλλο του αναγνωστικού «Το Ροζακί σταφύλι» που έγραψε ο Καρκαβίτσας, μαζί με τον Νώντα Ελατο (Ε. Παπαμιχαήλ), την εποχή της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης του Ε. Βενιζέλο το 1932

Το εξώφυλλο του αναγνωστικού «Το Ροζακί σταφύλι» που έγραψε ο Καρκαβίτσας, μαζί με τον Νώντα Ελατο (Ε. Παπαμιχαήλ), την εποχή της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης του Ε. Βενιζέλο το 1932

Ηρακλής Κακαβάνης

Τετάρτη 17 Σεπτεμβρίου 2014

«…θα πυργώσουμε βασίλειο για να ζήσεις εργατιά»


Μες στην μπόρα, μες στον ήλιο

Τα χέρια σκάβουνε βαθιά
το δίκιο τους να βρούνε,
τα χέρια στήνουν σκαλωσιά
ως τ' ουρανού την εκκλησιά
κι αντίδωρο ζητούνε.

Μες στην μπόρα, μες στον ήλιο
με ολόρθη την καρδιά,
θα πυργώσουμε βασίλειο
για να ζήσεις εργατιά,
θα πυργώσουμε βασίλειο
για να ζήσεις εργατιά.

Τα χέρια πιάνουν το σφυρί
κι η πέτρα ανθός ραγίζει
και περιμένουν την αυγή
που όλο φτάνει κι όλο αργεί
κι η εργατιά δακρύζει.

Μες στην μπόρα, μες στον ήλιο
με ολόρθη την καρδιά,
θα πυργώσουμε βασίλειο
για να ζήσεις εργατιά,
θα πυργώσουμε βασίλειο
για να ζήσεις εργατιά.

Πυθαγόρας

Μουσική: Γιώργος Κατσαρός
Ερμηνεία: Στέλιος Καζαντζίδης

Δευτέρα 15 Σεπτεμβρίου 2014

«Πολύ νωρίς κατάλαβα πως τον άνθρωπο τον πλάθει η αντίστασή του στο περιβάλλον του»

Δίνε το χέρι σου σε όποιον σηκώνεται
Μαξίμ Γκόρκι
«Πολύ νωρίς κατάλαβα πως τον άνθρωπο τον πλάθει η αντίστασή του στο περιβάλλον του»
Μαξίμ Γκόρκι
Μεγάλη η δυσκολία να γράψει κανείς ένα κείμενο για τον Μαξίμ Γκόρκι γιατί πρέπει να αναφερθεί σε ένα πολύ ιδιαίτερο και μοναδικό φαινόμενο της λογοτεχνίας. Αν είχε γεννηθεί και μεγαλώσει σε μια συμβατική αστική οικογένεια που θα του παρείχε την «πρέπουσα» μόρφωση, θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για τον συγγραφέα και τις λογοτεχνικές και φιλοσοφικές επιρροές που θα διαμόρφωναν το έργο του. Θα ήταν εύκολο να ερμηνεύσουμε το έργο του και να το κατηγοριοποιήσουμε σε ένα από τα ιστορικά ρεύματα της εποχής του. Αυτό όμως είναι πολύ δύσκολο στην περίπτωση του Γκόρκι, γιατί ο συγκεκριμένος συγγραφέας ανήκει στην τάξη που είθισται να παράγει εξαθλιωμένους προλετάριους - με την κυριολεξία του όρου - που προσπαθούν απεγνωσμένα να επιβιώσουν κι όχι να συλλογιστούν επί αισθητικών και φιλοσοφικών ερμηνειών του κόσμου.

Αυτό το στοιχείο είναι που καθιστά τον Γκόρκι μοναδικό στο είδος του, γιατί δεν είναι μια απλή γραφική πένα που ωραιοποιεί τη μιζέρια των «κολασμένων» και τη μετατρέπει σε «εναλλακτική» λογοτεχνία. Εχοντας ζήσει την απόλυτη φτώχεια και την ανάγκη της εργασίας (ελαιοχρωματιστής, φούρναρης, αχθοφόρος κλπ.) για την εξασφάλιση της επιβίωσης, με πλήρη συνείδηση της ταξικής του προέλευσης, ξέρει πως η μιζέρια κι η εξαθλίωση του ανθρώπου δεν εξανθρωπίζονται ούτε ωραιοποιούνται. Αποτελούν τα δεσμά που διαιωνίζουν έναν κόσμο βαρβαρότητας απόλυτα στηριγμένο στην ύπαρξη της σχέσης αφέντη - δούλου.

Αυτή τη σχέση εξουσίας των λίγων επί των πολλών απογυμνώνει κι αναλύει ο Γκόρκι μέσα από τα μυθιστορήματα και τα διηγήματά του που έχουν ως βάση την πλούσια προσωπική του εμπειρία ως εκμεταλλευόμενου προλετάριου. Με όπλο την αισθητική του - ο Μαξίμ διαβάζει ακατάπαυστα ακόμα κι όταν η ανάγκη του για επιβίωση μετατρέπει το βιβλίο σε πολυτέλεια - και την ικανότητά του να παρατηρεί αυτό που ζει αλλά και να ζει αυτό που παρατηρεί, αποκαλύπτει στις πραγματικές της διαστάσεις τη βαρβαρότητα του δούλου αλλά και του αφέντη. Ο δούλος, ζώντας μέσα στη φτώχεια και στην αγριότητα της βαρβαρότητας, απανθρωπίζεται κι ευτελίζεται ως οντότητα. Ο αφέντης, ζώντας με γνώμονα και κανόνα τη διαιώνιση της επιβολής του ως κυρίαρχου, εκβαρβαρίζεται, γίνεται μια απάνθρωπη κρεατομηχανή υποταγής της ανθρώπινης φύσης στη δύναμη της εξουσίας του αλλά και στην εξουσία της δύναμής του. Ο φούρναρης Σεμιόνοφ κι ο αστυνόμος Νικιφόριτς, πρόσωπα που έπαιξαν ρόλο στην αισθητική και πολιτική διαμόρφωση του Μαξίμ κι αποτέλεσαν ήρωες των έργων του «Το Αφεντικό» και «Τα Πανεπιστήμιά μου», αντίστοιχα, είναι τα αλλοτριωμένα αφεντικά που βγάζουν τον πιο κτηνώδη εαυτό τους στην προσπάθεια επιβεβαίωσης και διαιώνισης της εξουσίας τους. Στον αντίποδα στέκονται η σύζυγος του αστυνόμου, οι παραγιοί, όπως κι η γυναίκα κι οι παλλακίδες του φούρναρη. Αποστεωμένοι από κάθε έννοια ανθρώπινης αξιοπρέπειας βιώνουν το φόβο και την πραγματικότητα της κτηνωδίας του αφέντη, εθίζονται σ' αυτή και τη θεωρούν αναπόσπαστο στοιχείο μιας προαιώνιας δεδομένης σχέσης εξουσίας - ανθρώπου.

Ο Β. Ι. Λένιν και ο Μαξίμ Γκόρκι μαζί με μια ομάδα αντιπροσώπων στο 2ο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς, Πέτρογκραντ 19 του Ιούλη 1920
Ο Γκόρκι δεν ταυτίζεται με κανένα από τα δύο στρατόπεδα γιατί από πολύ νέος έχει συνειδητοποιήσει την αξία της εργασίας, όχι μόνο ως αναγκαιότητα επιβίωσης αλλά κι ως μέσο δημιουργίας που μπορεί να οδηγήσει στον ατομικό και συλλογικό εξανθρωπισμό του ανθρώπου. Αυτή η αντίληψη που διαμόρφωσε στο «πεζοδρόμιο» του βίου τον οδήγησε στο μαρξισμό, τον οποίο υπηρέτησε ως το θάνατό του τόσο μέσα από το έργο του όσο και μέσα από την ίδια του τη ζωή. Ο γραπτός λόγος για τον Μαξίμ Πεσκόφ - αυτό είναι το αληθινό όνομα του συγγραφέα, το Γκόρκι είναι ψευδώνυμο και σημαίνει «Πικρός» - είναι το όπλο που αποκαλύπτει την άγρια εικόνα των προλεταρίων της εποχής του - μέσω των αισθητικών κανόνων του συγγραφικού ρεαλισμού - αλλά και την αναγκαιότητα του συνειδητού ξεσηκωμού των σκλάβων για την ανατροπή του εφιάλτη που βιώνουν. Μια συνειδητότητα που χαράζεται και σφυρηλατείται στον καπιταλισμό στο δρόμο για την τελική έφοδο και την οικοδόμηση μιας κοινωνίας απαλλαγμένης από αφέντες και δούλους.

Οπως λέει ο ίδιος ο συγγραφέας,
Την «ηθική των αφεντικών» την αντιπάθησα όσο και την «ηθική των δούλων». Μια τρίτη ηθική έβλεπα να διαμορφώνεται μέσα μου: «Δίνε το χέρι σου σε όποιον σηκώνεται».


Βασιλεία Παπαρήγα
Ριζοσπάστης, 27-28 Οχτώβρη 2007