Πέμπτη 29 Μαΐου 2014

Παρουσίαση βιβλίων του Γιώργου Κοτζιούλα


Την παρουσίαση των βιβλίων του Γιώργου Κοτζιούλα, «Πικρή ζωή» των εκδόσεων «Νηρέας», και του χειροποίητου βιβλίου «Γ. Κοτζιούλας, Ποιήματα», σε 50 αντίτυπα, των εκδόσεων «Μίμνερμος», με χαρακτικά του ζωγράφου Αλέκου Φασιανού φιλοξενεί το Πολιτιστικό Κέντρο της Αρχιεπισκοπής Αθηνών (Μεγάλου Βασιλείου 15, Ρουφ, τηλ. 210.3473.887), τη Δευτέρα 2 Ιούνη, στις 19.00.
Η παρουσίαση των βιβλίων θα γίνει από τον Θόδωρο Παπαγιάννη (γλύπτη, καθηγητή στην ΑΣΚΤ) και από τον Αναστάσιο Σακελλαρόπουλο (διευθυντή των Ιστορικών Αρχείων του Μουσείου Μπενάκη). Την εκδήλωση θα χαιρετίσει ο ιατρός και αγιογράφος Σταμάτης Σκλήρης, παρουσία και του ζωγράφου Αλέκου Φασιανού.
Ο Γιώργος Κοτζιούλας, γνωστός από τη δράση του και τη σημαντική προσφορά του στο Θέατρο του Βουνού, γεννήθηκε στις 23 Απρίλη 1909 στην Πλατανούσα των Τζουμέρκων. Ο πατέρας του τον ώθησε στα Γράμματα. Ετσι, μετά το δημοτικό, τον έστειλε στο σχολαρχείο, στο κοντινό Καλέντζι, Ιωαννίνων (1920 - 22) κι ύστερα στο γυμνάσιο, στην Αρτα, μέχρι το 1926, οπότε έρχεται για εργασία και σπουδές στην Αθήνα. Εγγράφεται το 1927 στη Φιλοσοφική Σχολή, παίρνοντας αργότερα το πτυχίο. Εργάζεται σε περιοδικά κι εφημερίδες ως μεταφραστής, διορθωτής και γράφει ποιήματα, πεζά, επιφυλλίδες, κριτικές κ.ά. Το 1931 τυπώνει στην Αθήνα την πρώτη του μελέτη: «Ο Στρατής Μυριβήλης κι η πολεμική λογοτεχνία» και το 1932 την πρώτη ποιητική του συλλογή: «Εφήμερα». Μένει σε υγρές και κρύες παράγκες με κακή διατροφή και η υγεία του κλονίζεται. Το 1943 εντάσσεται στο ΕΑΜ - ΕΛΑΣ. Αναλαμβάνει την καλλιτεχνική διεύθυνση της 8ης Μεραρχίας, ιδρύει τη «Λαϊκή Σκηνή» και γράφει θεατρικά έργα για την ψυχαγωγία των ανταρτών και των χωρικών. Ακολουθεί τον Αρη Βελουχιώτη. Γράφει ποιήματα και χρονικά. Το 1945 στη Λάρισα τυπώνει το πεζό «Θεσσαλικό παζάρι», ενώ το 1946 στην Αθήνα εκδίδει τις ποιητικές συλλογές: «Τρία ποιήματα προπολεμικά», «Ο Αρης» και «Οι πρώτοι του Αγώνα». Το 1948 συλλαμβάνεται. Το 1950 παντρεύεται την Ευμορφία Κηπουρού και εκδίδει το δοκίμιο «Πού τραβάει η ποίηση;». Το 1952 και 1954 εκδίδονται οι ποιητικές του συλλογές: «Φυγή στη Φύση» και «Ηπειρώτικα» και δημοσιεύει τις μεταφράσεις του 1ου βιβλίου του Φινλανδικού έπους «Καλεβάλα», στην «Ηπειρωτική Εστία» και τη «Λογοτεχνική Γωνιά» και των έργων: «Οι Αθλιοι», «Η Παναγία των Παρισίων», «Μαρία Στιούαρτ», «Μεγάλες Προσδοκίες», «Μπεν Χουρ», κ.ά. Πέθανε από κρίση διαβήτη στις 29 Αυγούστου 1956.

Τετάρτη 28 Μαΐου 2014

«Μια Ανάσα Δρόμο», του Παναγιώτη Μηλιώτη - Παρουσίαση ποιητικής συλλογής

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΠΟΙΗΤΙΚΗΣ ΣΥΛΛΟΓΗΣ

«Μια Ανάσα Δρόμο» (Βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου ποιητή «Γιάννης Βαρβέρης»)του Παναγιώτη Μηλιώτη.
  
Τετάρτη 28 Μαΐου 2014 | 20:00 
Floral | Θεμιστοκλέους 80, Πλατεία Εξαρχείων


Τα εικοσιτέσσερα ποιήματα της συλλογής σκιαγραφούν, σχεδόν ρεαλιστικά, ένα «ταξίδι» μέσα σ’ ένα αστικό περιβάλλον, που διαδραματίζεται κυρίως τις νυχτερινές ή απογευματινές ώρες (...) 


Την Τετάρτη 28 Μαίου, στις 8 μ.μ., ο Παναγιώτης Μηλιώτης θα διαβάσει τα ποιήματα του στο κοινό του Floral ενώ για το βιβλίο θα μιλήσει η Ράνια Καραχάλιου (γλωσσολόγος) και ο Γιώργος Πέππας (ποιητής-ηθοποιός).
 
«Η ανθρώπινη παρουσία καθίσταται ενεργή. Η κύρια αίσθηση μέσα από την οποία διαμεσολαβείται η συλλογή είναι η όραση, ενώ αμέσως μετά έρχεται η αφή. Το υποκείμενο προσπαθεί να κρατήσει τα πράγματα με τα χέρια του: Είτε πρόκειται για τα φτερά που μες στις τσέπες μας μαζεύουμε, είτε για τίποτε λαβές, που δεν είναι ξεκάθαρο αν είναι οι λαβές ενός λεωφορείου ή κάποιου άλλου πράγματος (μηχανήματος;), ή ένα ποτήρι ουίσκι. Η Νύχτα εδώ αποκτά μια συμβολική διάσταση, είναι το άγνωστο που εισβάλλει στη ζωή μας σαν κλέφτης∙ είναι όμως δυνατόν να μειώσεις την καταστροφή; Η συλλογή δεν φαίνεται να δίνει άμεση απάντηση κι ούτε θα 'πρεπε. Η έμμεση απάντηση υποφώσκει: Μήπως τα ίδια τα ποιήματα δεν είναι ακριβώς αυτή η προσπάθεια να μειωθεί η καταστροφή;» 


(Απόσπασμα από την κριτική του Αλέξανδρου Κορδά, "Μια ανάσα δρόμο στα όρια του Πραγματικού").

Για τον συγγραφέα:

Ο Παναγιώτης Μηλιώτης γεννήθηκε το 1983 στην Αθήνα. Σπούδασε ηλεκτρονικός. Έχει δημοσιεύσει ποιήματα και κριτικά δοκίμια στα περιοδικά: Τεφλόν, Τα τετράδια του Ελπήνορα, Μανδραγόρας, Φρέαρ. Η πρώτη του ποιητική συλλογή, με τίτλο
«Μια Ανάσα Δρόμο», βραβεύτηκε με το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου ποιητή «Γιάννης Βαρβέρης» (από κοινού με την ποιητική συλλογή «Μουσείο Άδειο» της Μαρίας Κουλούρη).

Κυριακή 25 Μαΐου 2014

"Να φυσήξουμε στη χόβολη της ελπίδας…" - ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ


«…Ελάτε, λοιπόν
όλοι μαζί
να φυσήξουμε αυτό το μικρό καρβουνάκι στη χόβολη της
ελπίδας
τώρα που η λάμπα μας έσβησε
που νυστάζει η σκοπιά
και το στρατόπεδο φόρεσε την κουρελιασμένη χλαίνη
της ομίχλης…»

ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ


(Απόσπασμα από το ποίημα Παραμονή Χριστουγέννων.)

Τάσος Λειβαδίτης, ΠΟΙΗΣΗ [ΤΟΜΟΣ 1]», εκδ. ΚΕΔΡΟΣ

Σάββατο 24 Μαΐου 2014

ΝΙΚΟΛΑΣ ΑΣΙΜΟΣ - Θέλεις να πατάς σταθερά


Θέλεις να πατάς σταθερά.
Σ' αρέσουν οι ρηχές θάλασσες.
Σ' αρέσει να γυρνάς τον κόσμο
αλλά πάντα στα ρηχά
Εμένα μ' αρέσουν οι βαθιές θάλασσες
κι ας μη γυρνώ τον κόσμο
κι ας με νομίζεις κολλημένο
στο ίδιο αυτό σημείο.
Δεν υπάρχει σύμπαν
υπάρχουν μόνο στιγμές
συμπαντικές στιγμές.
Αν φτάσεις στην ακινησία
μπορείς παντού να ταξιδέψεις.
Γι' αυτό το ξέχασες που σου λεγα
μωρό μου, εκείνο το πρωινό
δίπλα στην σκάλα, πως η ζωή
κι ο θάνατος δεν είναι θέμα περιβάλλοντος.
Είναι θέμα αντοχής στην ίδια γραμμή πλεύσης.
Εγώ δε χρειάζομαι τον κόσμο
κακώς έχεις νομίσει.
Για μένα δεν υπάρχει κόσμος.
Χρειάζομαι απλά να δημιουργώ κόσμους.

ΝΙΚΟΛΑΣ ΑΣΙΜΟΣ

Πέμπτη 22 Μαΐου 2014

Μια μπαλάντα για τον Τζορτζ Μπεστ


Στίχοι που έγραψε ο Μάνος Χατζιδάκις για τον Ιρλανδό «μάγο» του παγκόσμιου ποδοσφαίρου Τζορτζ Μπεστ (δείτε αναφορά στη μνήμη του εδώ).

Αιώνιο Πάθος: Μια μπαλάντα για τον Τζορτζ Μπεστ

Εκμηδενίστηκε η ορμή μου
Εγινε χιόνι το κορμί μου
Από μια εικόνα κρεμαστή
Χρωματιστή
Από 'να ποδοσφαιριστή
Που σφυροκόπαε τη βροχή
Θεέ μου με τι ψυχή
Γινόταν ο ίδιος πάθος
Εικόνα και βροχή
Μες στην τηλεοπτική μου
Συσκευή.

Ο Μπεστ υπήρξεν ο...
υπήρξεν ο...
καλύτερος!
Ο Μπεστ υπήρξεν ο...
υπήρξεν ο...
καλύτερος!

Ετσι θα τραγουδάνε τα παιδιά
Της Αλμερίας
Αλλά και της Αγγλίας
Της Αλβανίας, της Αρμενίας
Της Τασμανίας και της Δανίας
Σε μια εποχή μελλοντική.

Ο Μπεστ υπήρξεν ο…
Κι όσο για μένα
Ετσι καθώς θα 'μαι χωμένος
Στην πατρική μου Γη
Οι απόγονοι
Θα 'ρχονται κάθε Κυριακή
Να με ποτίζουν έρωτα
Ψωμάκι και βροχή
Κι όταν θα σουρουπώνει
Θα στέκουν μπρος μου Προσοχή
(Οι απόγονοι)
Γιορτάζοντας το πάθος μου
Για μια φωτογραφία χρωματιστή
Γι' αυτόν τον Γεώργιο Μπεστ
Τον ποδοσφαιριστή.

ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ

Τρίτη 20 Μαΐου 2014

Κ. Π. ΚΑΒΑΦΗΣ - Απολείπειν ο θεός Aντώνιον



Σαν έξαφνα, ώρα μεσάνυχτ’, ακουσθεί
αόρατος θίασος να περνά
με μουσικές εξαίσιες, με φωνές—
την τύχη σου που ενδίδει πια, τα έργα σου
που απέτυχαν, τα σχέδια της ζωής σου
που βγήκαν όλα πλάνες, μη ανωφέλετα θρηνήσεις.
Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
αποχαιρέτα την, την Aλεξάνδρεια που φεύγει.
Προ πάντων να μη γελασθείς, μην πεις πως ήταν
ένα όνειρο, πως απατήθηκεν η ακοή σου·
μάταιες ελπίδες τέτοιες μην καταδεχθείς.
Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
σαν που ταιριάζει σε που αξιώθηκες μια τέτοια πόλι,
πλησίασε σταθερά προς το παράθυρο,
κι άκουσε με συγκίνησιν, αλλ’ όχι
με των δειλών τα παρακάλια και παράπονα,
ως τελευταία απόλαυσι τους ήχους,
τα εξαίσια όργανα του μυστικού θιάσου,
κι αποχαιρέτα την, την Aλεξάνδρεια που χάνεις.


Κ. Π. ΚΑΒΑΦΗΣ

Ποιήματα 1897-1933, Ίκαρος 1984

Πέμπτη 15 Μαΐου 2014

Άρης Αλεξάνδρου - ΠΑΡΑΘΥΡΟ



Εδώ το φως είναι σκληρό
σε δυσκολεύει να το δέσεις μαζί με τις κουρτίνες στην άκρη του παράθυρου
και στο περβάζι ένα λουλούδι
σαν ηλιοτρόπιο γυρίζει στην περσινή Πρωτομαγιά.

Σαν παίρνει να βραδιάζει
στέκεσαι εκεί μετρώντας τα καράβια φορτωμένα κόκκαλα
τον μεταβολισμό της νεκρής ζώνης που φωσφορίζει τη βροχή
σαν ξεχασμένο φίλντισι.

Διστάζεις να κοιτάξεις κατάματα το δρόμο.
Η φωνή μας δεν είναι μήτε μια σταγόνα
μια σταγόνα που θα ανέβαζε το κύμα
να σκεπάσει ένα χαλίκι.

Ένα δρεπάνι φεγγαριού θερίζει φανοστάτες.

Περιμένουμε κάποιον
να μας μάθει πώς σφυράνε οι καλαμιές στα δάχτυλα του ανέμου
πώς γίνεται ξανά η μέρα μέρα και το αστέρι αστέρι.

Περιμένουμε το φως να μπει απ’ το παράθυρο
ίδιο φιλί γυναίκας μέσα απ’ το σκισμένο πουκάμισο.

1947

ΑΡΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ

ΠΟΙΗΜΑΤΑ (1941-1974), εκδ. ύψιλον, 3η έκδοση, Αθήνα 1991

Τετάρτη 14 Μαΐου 2014

Δύο άγνωστα διηγήματα του Γιάννη Ρίτσου


Δύο διηγήματα,  που έγραψε ο Γιάννης Ρίτσος στη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου.  

«Είναι και μάλλον θα παραμείνει άγνωστος ο ακριβής χρόνος γραφής των διηγημάτων αυτών. Από το θέμα τους, όμως, και από το γεγονός ότι ο Ρίτσος συνελήφθη το 1948 και αρχικά εξορίστηκε στο Κοντοπούλι Λήμνου και μετά στη Μακρόνησο, υποθέτουμε πως τα διηγήματα αυτά τα έγραψε πριν τη σύλληψή του, το πιθανότερο προς το τέλος του 1946, αρχές του 1947, εποχή που επιστρέφουν οι τελευταίοι Ελληνες ΕΑΜίτες - κρατούμενοι των Αγγλων στη Μέση Ανατολή και γεμίζουν οι φυλακές με διωκόμενους αγωνιστές των ΕΑΜ, ΕΛΑΣ, ΕΠΟΝ, κυρίως κομμουνιστές. Προφανώς τα χειρόγραφα αυτών των διηγημάτων «φυγαδεύτηκαν» προς το παράνομο ΚΚΕ. Δυστυχώς, σήμερα, αγνοούμε αν δημοσιεύτηκαν ή όχι σε έντυπο του ΔΣΕ, ή ακούστηκαν από το ραδιοφωνικό σταθμό του ΔΣΕ «Ελεύθερη Ελλάδα», ο οποίος μετέδιδε και λογοτεχνικά κείμενα. Τα δύο διηγήματα του Ρίτσου, πάντως, δημοσιεύτηκαν το 1952, στην ανθολογία διηγημάτων για την ΕΑΜική Αντίσταση και τον αγώνα του ΔΣΕ, με τίτλο «ΠΕΖΟΓΡΑΦΟΙ ΤΗΣ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ», του εκδοτικού «Νέα Ελλάδα».

Απαραίτητο είναι να σημειωθούν και τα εξής: Ο Γ. Ρίτσος, γενικώς, ελάχιστα διηγήματα έγραψε. Πολλά χειρόγραφα έργων του καταστράφηκαν (από φωτιά ή άλλες αιτίες) και άλλα χάθηκαν, μετά το ματωμένο Δεκέμβρη και στα χρόνια των διωγμών. Στο τεράστιο σωζόμενο Αρχείο του δεν υπάρχει χειρόγραφο ούτε αυτών των δύο, ούτε άλλων διηγημάτων, ούτε και κάποια σημείωση που να αφορά σε γράψιμο και δημοσίευση κάποιου διηγήματός του.», έγραφε η Αριστούλα Ελληνούδη στον Ριζοσπάστη (12/11/2006), παρουσιάζοντας τα διηγήματα. Η δημοσίευση στην εφημερίδα έγινε με την ευκαιρία των δεκάξι χρόνων (τότε) από το θάνατο (11/11/1990) του ποιητή της Ρωμιοσύνης. Ακολουθούν τα διηγήματα: 

1. «Ενα ταξίδι με το τραμ»

«Βραδιάζει. Τα πρόσωπα κουρασμένα. Το φως κουρασμένο. Οι φωνές πιο μακρυνές, γιομάτες μνήμη και σιωπή. Δυο - τρία παιδιά παίζουν κάτου απ' τις σκονισμένες πιπεριές κλωτσώντας ένα άδειο κουτί τσιγάρα. Εδώ στη στάση λίγος κόσμος. Δε σκόλασαν ακόμα απ' τη δουλιά. Μια αντιφεγγιά κυκλαμινιά στα τζάμια. Μια σιωπηλή κοπέλα πλάι μας. Κρατάει μέσα στα μάτια της λίγο όνειρο, έτσι που μια μάνα κρατάει ένα δέμα για το γιο της που βρίσκεται στη φυλακή κάπου τρεις μήνες τώρα. Να κι αυτός που ψαχουλεύει μ' ανοιχτή παλάμη απ' έξω την τσέπη του. Θάχει κει μέσα μιαν εφημερίδα. Δε μπορεί να την ξεδιπλώσει φανερά και να διαβάσει. Αμα φτάσει σπίτι του. Το τραπέζι, το φως, ο κόσμος. «Πρόσεξε μη χτυπήσουν την πόρτα. Ξέρεις πόσα φύλλα σκίσανε σήμερα; Ξυλοκόπησαν κι άλλους. Τι πες; Ναι βέβαια. Δημοκρατία».

Τα πρόσωπα ξεχνιούνται. Να, το τραμ. Μένουν μονάχα τα βασανισμένα χέρια πάνου στα γόνατα να συλλογιούνται το μόχτο τους. Γυρνάς κατά μέσα τη ματιά. Ψαχουλεύεις. Μια μέρα έφυγε. Λοιπόν; Α, τίποτα. Πούναι τώρα κείνος ο γυμνός χώρος «ο ανιδιοτελής», όπου καρδιά και στοχασμός δίνουν τα χέρια, εκεί που το χτες και το αύριο σμίγουν σ' ένα χαμόγελο, κι η ψυχή ξανασαίνει ξεπληρώνοντας με μια χούφτα άστρα όλα της τα χρέη; Κι ακόμα παραπέρα, πούναι η ανυποψία αυτού του χώρου, η πριν απ' τη γνώση απλότητα, τα πράγματα σκέτα χωρίς βαθμούς και συγκρίσεις, ζεστά μέσα στην ύπαρξή τους, αδιαίρετα στην πράξη μας...

Θάχει μπουνάτσα κάτου η θάλασσα. Ενα πανί ψαρόβαρκας θα χαζεύει στον ορίζοντα. Ενα ποτήρι νερό που λάμπει στο πράσινο τραπεζάκι της ακρογιαλιάς. Λίγη χαρά. Η ώρα που πέφτει τρυφερή - τρυφερή, ήσυχη, σαν τη στάχτη του τσιγάρου στη βραδυνή θάλασσα...

Κάποιος ανέβηκε στο τραμ. Λιοκαμένο πρόσωπο. Παράξενα ρούχα. Δυο σταγόνες αίμα νωπό στο σακάκι του. Κοντοζυγώνει το γέρο εισπράχτορα.

- Να μείνω; Δεν έχω να πληρώσω, λέει.

- Από πού έρχεσαι;

- Απ' την Ελ-Ντάμπα.

- Και ρωτάς, λεβέντη μου; Και δε ντρέπεσαι να με ρωτάς; Κάτσε γιόκα μου. Δυο - τρεις θέσεις γουστάρεις; Ούλο το τραμ δικό σου. Απλωσε και τα πόδια σου. Σε χτύπησαν; Τι δε μιλάς;

Του βάζει ένα τσιγάρο στο στόμα. Του τανάβει.

- Φχαριστώ, λέει, το παιδί. Φχαριστώ παππού.

- Το λοιπόν, έτσι, συρματόπλεγμα, ε;

- Ναι, συρματόπλεγμα, μα καρδιά λεύτερη. Δω πέρα δεν έχει συρματόπλεγμα, μα...

- Εχει κ' εδώ, έχει...

- Εκεί απ' το πρωί ως το βράδι, δίναν και παίρναν τα τραγούδια του αγώνα μας. Ως κι οι αραπάδες. Ω... ξέρεις... να! κάθε που μας δίνανε παντζάρια δεν έτρωγε κανένας μας.

- Τι; απεργία πείνας;

- Οχι. Μα... με το κοκκινοζούμι βάφαμε τις σημαίες μας.

- Α, χα... γελάει ο γερο-εισπράχτορας κάτου απ' τ' άσπρο μουστάκι του. Φεγγοβολάει το πρόσωπό του σάμπως εξοχικό τοπίο γιομάτο στουρναρόπετρες κάτου απόνα ανοιξιάτικο άσπρο συγνεφάκι.

Γελάνε κι όλοι γύρω. Ξεθαρρεύονται. Ενα κοριτσάκι ως οχτώ χρονώ τρίβεται στα γόνατα του Ελνταμπίτη.

- Είναι κι ο πατέρας μου κει πέρα. Μπας και τον είδες;

- Πώς τόνε λένε;

- Γιώργο.

- Ου, και βέβαια, τόνε ξέρω τον πατέρα σου το Γιώργο. Οπου νάναι θάρθει.

"Τέρμα. Τέρμα". "Στο καλό, στο καλό". "Φχαριστώ".

- Στο καλό, κι όπως είπαμε λέει ο γερο-εισπράχτορας. Θα το κόψουμε το συρματόπλεγμα.

- Το κομένο λογαριάζεις.

Κατεβαίνουμε απ' το τραμ. Τι καθάριο το βράδι. Και το παιδί, να. Τον γνωρίσανε. Πόσοι φίλοι, θε μου. Πώς αγαπιούνται τούτοι οι άνθρωποι. Τρεις - πέντε - δέκα, του σφίγγουνε τα χέρια. Δεν προφτάνει ποιο χέρι να πρωτοχουφτώσει. Ενας γλόμπος ανάβει μονομιάς πάνω τους, φωτίζονται τα τίμια, σοβαρά και γκαρδιακά τους πρόσωπα.

Τι όμορφη βραδιά. Εχει και φεγγάρι. Να, για κοίτα. Το φεγγάρι. Μαλαματένια βέρα στο δάχτυλο της βραδιάς και στην ψυχή μας. Ο όρκος μας στον κόσμο».


2. «Στον ήλιο της Αθήνας»

«Γιορτάζει ο ήλιος στην Αθήνα μας. Λουστράρει τα παραθυρόφυλλα, τους τοίχους. Χυμάει στην άσφαλτο γυαλί - καθρέφτης, λούζει τις ακακίες απ' την κορφή ως τα νύχια, ξανακαινουργώνει τις παράγκες, κρεμάει φλουριά μέσα στις πιατοθήκες, βάνει δυο δάχτυλα χοντρό χρυσάφι άκρη-άκρη στον τσίγκο της αυλής. Μοσκοβολάει ολούθες λεβεντιά το πρωί. Περνάει ένα κάρο φορτωμένο παλιολαμαρίνες. Λαμποκοπάνε οι λαμαρίνες ατόφιο μάλαμα. Σούρχεται να ρωτήξεις:

- Ε, μπάρμπα, πού τον πας όλον αυτό τον ήλιο;

Και δόστου, ντάγκα - ντούγκου, οι λαμαρίνες κουδουνίζουν. Ο καροτσέρης μερακλώνεται. Το ρίχνει στο τραγούδι:

«καροτσέρη τράβα ίσα

να μας πας για τα Πάτησα»

Απάνου ο ουρανός φαρδής - πλατής και πεντακάθαρος, σάμπως νυφιάτικο σεντόνι πλυμένο με τα χέρια μιας εικοσάχρονης ρωμιάς πέντε βολές περασμένο απ' το λουλάκι. Και κει στην άκρη, ασάλευτα και κάτασπρα τρία καλοθρεμένα σύνεφα θαρείς και καρτεράνε τρία στρουμπουλά αγγελούδια να χώσουνε το δάχτυλό τους μες στο βάζο του ήλιου και να γλείψουνε το μέλι.

Κάτι σβαρνάει μες στα πλευρά σου, τραντάζει την καρδιά η χαρά. Θέλεις νανοίξεις τις φούχτες σου και να μοιράσεις φως στον κόσμο, θες να σκουντήσεις κάποιον στον αγκώνα και να του πεις: "Βλέπεις; Βλέπεις;" - "Νάτος ο ήλιος". Σαν όταν είσαι στον κινηματογράφο και βλέπεις μια όμορφη σκηνή και σκουντάς το διπλανό σου να μοιραστείς μαζί του την ομορφιά και τη χαρά για να μπορείς ναν τη χαρείς έτσι διπλά. Μα βλέπεις τότες πως ο άλλος ξεθεωμένος απ' το μόχτο της μέρας έχει αποκοιμηθεί. Θαμπίζουνε τα μάτια σου, πες από πίκρα, πες από ντροπή.

Κι οι άνθρωποι, να, σκυμμένοι ολημερίς ιδρωκοπάνε σαν τους ζευγάδες με τα μάτια κολημένα στο χώμα, δίχως να βλέπουν παρακεί μια συντροφιά από παπαρούνες που ξεκουφαίνουνε τον κόσμο με τις κόκκινες ζητωκραυγές τους.

"Βλέπεις; Βλέπεις;". Το τεντωμένο δάχτυλο - η ψυχή - που δείχνει. Φτεροκοπάει ένα τραγούδι ολόγυρα. Δεν τ' ακούς; Θυμάσαι τότες που διαβάζαμε... Σε ποιο βιβλίο; Τότες που γινόταν συνεδρίαση στο σπίτι του γιατρού. Κι έξω στην αίθουσα αναμονής, πρόσμενε η Μάνα του Γκόρκι με ένα κατσαρόλι στα χέρια, για να φάει ο γιος της σα θα τέλευε τη "δουλιά".

Τι παστρικά πούταν εκεί μέσα. Τι ήσυχα. Η μάνα στέκονταν και κοίταζε. "Δες μάτια μ' τι λοής πραμάτειες βρίσκουνται στον κόσμο". Ετούτο το τραπέζι. Αμ η καρέκλα με τα στολίδια...

Ενα τετράφαρδο παράθυρο. Μπαίνει τετράγωνος ο ήλιος στο πάτωμα. Γυαλοκοπάει το χερούλι της πόρτας.

- Μπα, μπα, τι πράματα μαθές...

Παίρνει δειλά κάποιο βιβλίο στα χέρια. Το ξεφυλλίζει. Εχει ζωγραφισμένες πεταλούδες...

- Για δες, για δες... Ετούτο εδώ το ζούδι έχει μια ολάκερη πολιτεία από λουλούδια ζουγραφισμένη στα φτερά του. Αμε δαύτο... Πού να ξέρω αυτά τα ζούδια... Α, ναι, καλέ. Είναι πεταλούδες. Για δες...

Χαμογελάει βαθιά και συλλογιέται περιμένοντας το γιο της:

- Πόσα όμορφα πράματα βρίσκονται στον κόσμο, που περνάνε κάθε μέρα μπροστά στα μάτια μας και μεις μηδέ τα νογάμε, μηδέ τα βλέπουμε...

Πάλι χαμογελάει στοχαστικά πάνου στο βιβλίο με τις πεταλούδες. Α, τώρα ξέρει. Μέσα κει ο γιος της κάτι όμορφο ετοιμάζει μαζί με τους άλλους... και...

- Αχ, θε μου, πότες πια θα ξαστερώσει το μάτι κι η ψυχή τ' ανθρώπου, να ξαστερώσει πια για πάντα ο ουρανός...

Πιάνει απόξω το κατσαρόλι με το φαΐ του γιου της: "Αργεί, θα κρυώσει το φαΐ του. Πάλι παγωμένο θα το φάει. Μα... ναι. Δεν πειράζει... Θα ξαστερώσει κι η ψυχή κι ο ουρανός...".

Εκεί έξω, μες στο φως της Αθήνας, περνούν με συνοδεία τρία παλικάρια αλυσοδεμένα, σκονισμένα.

- Τι είναι; Ποιοι είναι;

- Είναι αυτοί που τινάξαν στον αγέρα γερμανικά καράβια και σιδηρόδρομους, αυτοί που αφήσανε δουλιές και φαμίλιες, και ολάκερα χρόνια νηστικοί, κουρελιάρηδες, γυμνοπόδαροι, χύναν το αίμα τους πολεμώντας για τη λευτεριά. Είναι τα παιδιά της Αντίστασης. Τα παιδιά του λαού, τα παιδιά μας.

- Πού τους πάνε;

- Να τους σκοτώσουν.

- Γιατί;

- Αυτή ναι τώρα η "λευτεριά".

Βουρκώνει ο ουρανός. Τα τρία αγγελούδια κουτρουβαλιάζονται απ' τα σύννεφα. Χτυπάνε τα παραθυρόφυλλα. Η Μάνα του Γκόρκι κλείνει το βιβλίο με τις πεταλούδες.

- Μπα, λέει. Πώς άλλαξε μονομιάς ο καιρός. Τι κρύο. Ανεβάζει το μαύρο μποξά της ως το κεφάλι και συμμαζώνεται στην καρέκλα της.

Στην άλλη κάμαρα ο γιος της κι ο γιατρός και τ' άλλα παιδιά του λαού, κουβεντιάζουν:

- Πρέπει να...

Σφιχτές οι γροθιές τους πάνου στο τραπέζι, σα να δίνουν τον όρκο του Μακρυγιάννη:

- Πού το τσάκισες αυτό το χέρι;

- Στο Μισολόγγι.

- Πού το τσάκισα αυτό εγώ;

- Στους Μύλους τ' Αναπλιού.

- Γιατί τα τσακίσαμε;

- Για τη λευτεριά της πατρίδας.

- Πούναι η λευτεριά κ' η δικαιοσύνη; Σήκω απάνου.

Σφίγγουνε πιότερο οι γροθιές, κι όλες μαζί οι καρδιές μια πέτρινη γροθιά που αστράφτει μ' όλη την άγριαν ομορφιά της, μ' όλη της τη μεγάλη απόφαση.

Μεθαύριο, θ' ανοίξει τρυφερά η παλάμη να χαϊδέψει, θ' ανοίξουν τα παραθυρόφυλλα στον ήλιο, θ' ανοίξουν τα πνεμόνια στον αγέρα κι όλες οι μάνες θα ρίξουν απ' τη ράχη τους το μαύρο τους μποξά και θ' ανοίξουν τα βιβλία με τις πεταλούδες - κάτι καινούργιες πεταλούδες... Κι έξω στο φως οι παπαρούνες θα ξεκουφαίνουνε τον κόσμο με τις κόκκινες ζητωκραυγές τους - τις ολοκαίνουργες ζητωκραυγές τους. Και τότες, βέβαια, θ' ακούει όλος ο κόσμος».

ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ

Τρίτη 13 Μαΐου 2014

Γ. ΚΟΤΖΙΟΥΛΑΣ - Θέλω να γράψω


Θέλω να γράψω ένα βιβλίο, αλλά το κέφι,
που είναι απαραίτητο, δεν έρχεται ποτές.
Η κακοπέραση κατόπι καταστρέφει
κάτι στιγμές που τις θαρρώ ξεχωριστές.

Θα σας μιλούσα εκεί για τη βασανισμένη
ζωή μου, για τα χρόνια τα φοιτητικά·
θα σε φανέρωνα και σένα τότε, Ελένη,
με όσα δεν είπα σε κανέναν μυστικά.

Οι νέοι που γράφουν δε διαβάζονται και τόσο,
πρέπει να φτάσεις τα πενήντα ν’ ακουστείς.
Μα εγώ ως τα τότε πώς αλλιώς να ξαλαφρώσω,
που δε μου αρέσει πια να λέγομαι ποιητής;

Δεν υποφέρονται άλλο οι στίχοι οι κουδουνάτοι,
αυτά σου τα μαθαίνουν κι οι στιχουργικές.
Είμαστε σύμφωνοι, αναγνώστη ανοιχτομάτη,
πρέπει να λείψουν οι συνθήκες οι κακές.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΤΖΙΟΥΛΑΣ

ΣΙΓΑΝΗ ΦΩΤΙΑ, Ποιήματα 1932 -1935, Αθήνα 1938
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΤΖΙΟΥΛΑΣ ΑΠΑΝΤΑ ΤΟΜΟΣ ΠΡΩΤΟΣ, 2η έκδοση εκδ. ΔΙΦΡΟΣ 2013

Κυριακή 11 Μαΐου 2014

Δεν έχει τέλος αυτή η θητεία...


Αποστρατευμένοι

Τώρα δεν έχει πια ΕΣΑ,
φωνές δεκανέων να σου ξηλώνουν τα όνειρα,
κυρίες ταγματαρχών να σφουγγαρίζεις την κουζίνα τους,
και κάθε βράδυ στο θάλαμο διψώντας λίγη θαλπωρή,
καπνίζοντας απανωτά τσιγάρα.

Τώρα δίχως μπερέ και ζωστήρα,
οι λερωμένες αρβύλες δίνουν μια ιδέα λευτεριάς,
ξεκουμπωμένο στήθος θα πει είμαι κύριος,
να και το κορδονάκι που καθάριζα το όπλο μου,
θα το κρατήσω να θυμάμαι τις επιθεωρήσεις.

Θα 'θελα κάτι ν' αγοράσω πριν φύγω,
ένα τσιτάκι για την αδελφή μου, κανένα παιχνίδι για τα μικρά,
μα η τσέπη μου είναι άδεια σαν την καρδιά μου.
Θα 'θελα να τριγυρίσω και πάλι στους δρόμους,
να δω για τελευταία φορά τη Σαλονίκη,
όμως δεν έχω πόδια πια, δεν έχω μάτια,
δεν έχω όρεξη ούτε να μιλήσω,
ο νους μου κιόλας ταξιδεύει στο χωριό.

Ίπποι 8, άνδρες 40
(αυτό ας είναι το τελευταίο μας στρίμωγμα,
η τελευταία ανταμοιβή απ' την πατρίδα),
όμως ετούτο το τράνταγμα γιατί μου σφίγγει έτσι την καρδιά;

Αυτό που περάσαμε δεν ήταν τίποτα μπροστά σ' αυτό που θα 'ρθει,
αναδουλειά, ξηρασίες, καταστροφή της σοδειάς,
η καθημερινή αγωνία για το καρβέλι,
και τ' αδελφάκια να κλαίνε, κι η σύνταξη του πατέρα μικρή,
κι ο θείος από την Αμερική μονάχα υποσχέσεις.

Δεν έχει τέλος αυτή η θητεία.

ΝΤΙΝΟΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΠΟΥΛΟΣ


(Απ’ τη συλλογή «Ο αλλήθωρος»)

Από το βιβλίο «οι ποιητές της θεσσαλονίκης, 1930-1980». Εισαγωγή-Ανθολόγηση: Νίκος Καρατζάς, εκδόσεις επιλογή, Θεσσαλονίκη 1981.

Παρασκευή 9 Μαΐου 2014

«Το στίγμα»


Ημέρα της Αντιφασιστικής Νίκης η 9η Μάη. Μέρα μνήμης και παραδειγματισμού. Ιδιαίτερα επίκαιρη επέτειος με αυτά που ζούμε στη χώρα μας και όσα συμβαίνουν στην Ουκρανία. Στην αντιφασιστική μάχη στρατεύτηκε και η ποίηση (όπως κι όλες οι Τέχνες) με τα δικά της όπλα. Περιέγραψε το αποκρουστικό πρόσωπο του φασισμού, τις αιτίες που το γεννούν, εμψύχωσε, προπαγάνδισε, στήριξε και ύμνησε τον απελευθερωτικό αγώνα του λαού μας μα και του σοβιετικού λαού που πρόσφερε τα μέγιστα σε αυτή τη Νίκη. Ενα από τα αντιπροσωπευτικότερα δείγματα της ελληνικής αντιφασιστικής ποίησης «Το στίγμα» του Φώτη Αγγουλέ.
`
Ο Φώτης Αγγουλές «Ήταν ένα βασανισμένο, απλό παιδί του λαού,/ ψάρευε, πάλευε, πεινούσε, τραγουδούσε» (γράφει ο Γιάννης Ρίτσος στο ποίημα που του αφιέρωσε). Αγωνιστής στη ζωή για την εξασφάλιση του επιούσιου και συνεπής αγωνιστής για τις ιδέες του. Για να μπορέσει να βιοποριστεί σταμάτησε το σχολείο πριν ακόμη τελειώσει τη Β’ Δημοτικού. Ακολουθεί μια ζωή δύσκολη, γεμάτη στερήσεις και διώξεις, «το ψωμί το πείνασα/ και το φαρμακι το ‘πια». Ο Φώτης Αγγουλές είναι ο κατεξοχήν προλετάριος ποιητής. Αυτοδίδακτος. Μοναδική περίπτωση. Ζήτησε την άδεια τις νύχτες να κοιμάται μέσα στη Δημοτική Βιβλιοθήκη της Χίου για να μπορεί να διαβάζει.
Μια αντιπροσωπευτική του εικόνα μας δίνει ο για λίγο καιρό συγκρατούμενός του στις φυλακές Κέρκυρας και λογοτέχνης Δημήτρης Κανελλόπουλος: «Ενας άνθρωπος που τα γεύτηκε όλα μπόλικα και χορτάτα. Τη φτώχεια, το χτικιό, τον κατατρεγμό και την πείνα, ακόμα και τη μαστοριά να κόβει στα τέσσερα το τσιγάρο όλα τον είχανε αδικήσει, ακόμα και μια φωτογραφία που τονε δείχνει ευτυχισμένο».
`
Το ποίημα «Το στίγμα γράφτηκε όταν οι Γερμανοί επιτέθηκαν στην ΕΣΣΔ. Όπως ο ίδιος ο Αγγουλές έγραψε, αναφέρεται «σ’ ένα νεαρό φασίστα που βρέθηκε σκοτωμένος πάνω σε μια ρούσικη χιονισμένη στέπα». Την περίοδο της Κατοχής μεταδιδόταν από τους ραδιοφωνικούς σταθμούς της Μόσχας, του Λονδίνου και του Καΐρου.
`
Το στίγμα
Και μες στα χιόνια θησαυρούς το άρπαγο μάτι βλέπει;
Ξανθέ φονιά, τι σ’ έφερε σ’ αυτήν εδώ τη στέπη;
Μέσα στη νύχτα, φονικό ποιανού έστηνες καρτέρι;
Ποιος σ’ έβλαψε τόσο μακριά; Ποιον ξέρεις; Ποιος σε ξέρει
εδώ που χρόνια εμόχθησε το εργατικό το χέρι
να χτίσει την καλύβα του και μια ζωή να φτιάσει;
Νυχτερινέ διαγουμιστή, πώς θες να σε δικάσει
το χέρι αυτό που του γκρεμνάς ό,τι από χρόνια χτίζει;
Ποια καταδίκη στο φονιά και στο φασίστα αξίζει;
Τώρα φωλιάζουν στ’ άσαρκο κρανίο σου σκοτάδια
κι απ’ της φυλής σου τα όνειρα είναι τα στήθια σου άδεια.
………………………………………………………………………………………….
Κι ίσως μια μάνα, ένα παιδί κάπου να σε προσμένει,
μα εσύ θα μένεις πάντοτε ξένος σε χώρα ξένη,
κι η μνήμη σου που της ζωής το νόημα θα λερώνει
θα ‘ναι ένα στίγμα, ένας λεκές μες στο κατάσπρο χιόνι…
`
Οι στίχοι του θυμίζουν τις απορίες του ποιήματος «Σε μια ιταλίδα μητέρα» που έγραψε ο Γιώργος Μουτάφης, αδελφικός φίλος του Αγγουλέ, όταν οι Ιταλοί επιτέθηκαν στην Ελλάδα. Αναφέρεται στο «κρανίο ενός παιδιού τρύπιο από μια σφαίρα», που «κείται μέσ’ στην ολόδροση χλόη τη βρεγμένη». Και αναρωτιέται: «Ιταλίδα τραγική, φτωχική μητέρα/ τι ζητά στην άξενη γη μας το παιδί σου./ ποιος κακούργος το ‘στειλε να ταφεί εδώ πέρα/ μεσ’ στα Αλβανικά βουνά δίχως την ευχή σου».
Όπως έγραψε ο μελετητής του Γιώργος Σιδέρης: «Τίποτα άλλο να μην έγραφε ο Αγγουλές, μ’ αυτό και μόνο το ποίημα θα εξασφάλιζε μια κάποια θέση στον ελληνικό Παρνασσό… Το συνταίριασμα του ιερού μίσους με την άγρια ανθρωπιά προς το όργανο του ναζισμού, το φονιά, είναι πραγματικός άθλος, που μόνο μεγάλοι τραγικοί μπόρεσαν πετυχημένα να το συνταιριάξουν». Αυτό το ποίημα όπως κι άλλα ποιήματα του Φώτη Αγγουλέ μελοποίησε ο αγωνιστής του ΕΛΑΣ Πάνος Τζαβέλας. (ΑΚΟΥΣΤΕ ΤΟ ΕΔΩ)
`
Δεν είναι το μόνο αντιφασιστικό ποίημα του Αγγουλέ, ο οποίος διακατεχόταν από ταξικό μίσος απέναντι στο φασισμό. Εμπνευσμένο αυτό από τον αγώνα του ελληνικού λαού είναι το ποίημα «Φασίστες».
`
Φασίστες ήρθανε στον τόπο μας,
φασίστες πήραν τα σπαρτά μας,
φασίστες σκότωσαν τ’ αδέλφια μας
και τυραγνούνε τα παιδιά μας.
****
Κάψανε το φτωχό μας σπιτικό
και κούρσεψαν την πλούσια χώρα,
φασίστες ήρθανε και φέρανε
λιμό, θανατικό και μπόρα.

`
Επειδή οι λαοί δεν ξεχνάμε, υπενθυμίζουμε (παραφράζοντας τον Αγγουλέ) σε όσους ονειρεύονται μια νέα Βαϊμάρη ότι τους περιμένει ένα νέο Στάλινγκραντ.
`
Πριν απ’ τη δόξα ήρθεν ο ήλιος στις στέπες
Και λιώσαν τα χιόνια και ζεστάθηκαν οι καρδιές των ανθρώπων.
Υστερα
Πήρε ο χάρος τον τσάρο.
Κι ύστερα
Οι Λαοί αποκτήσανε Στάλινγκραντ!

Ηρακλής Κακαβάνης

Τρίτη 6 Μαΐου 2014

Παραπονεμένα λόγια

Φωτογραφία: Κώστας Μπαλάφας

Οι μεγάλοι ποιητές με τους στίχους τους εκφράζουν το λαό. Οι μεγάλοι συνθέτες δίνουν στους στίχους παλμό, τους κάνουν τραγούδι. Οι μεγάλοι ερμηνευτές  είναι η φωνή των τραγουδιών, γίνονται και η δική μας φωνή. Τραγούδια όπως αυτό μάθαμε να τραγουδάμε στα δικά μας «θρανία».

Παραπονεμένα λόγια

Στης ανάγκης τα θρανία
και στης φτώχειας το σχολειό
μάθαμε την κοινωνία
και τον πόνο τον παλιό.

Παραπονεμένα λόγια
έχουν τα τραγούδια μας
γιατί τ' άδικο το ζούμε
μέσα από την κούνια μας.

Το σεργιάνι μας στον κόσμο
ήταν δέκα μέτρα γης
όσο πιάνει ένα σπίτι
και ο τοίχος μιας αυλής.

Παραπονεμένα λόγια
έχουν τα τραγούδια μας
γιατί τ' άδικο το ζούμε
μέσα από την κούνια μας.

ΜΑΝΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ

Μουσική: Γιάννης Μαρκόπουλος
Ερμηνεύει ο Γιώργος Νταλάρας

Δευτέρα 5 Μαΐου 2014

Τραγούδια που έκαναν Αντίσταση

Συναυλία για το λαό από μπάντα του ΕΛΑΣ
(Φωτογραφία: Σπύρος Μελετζής)

«Βροντάει ο Ολυμπος, αστράφτ' η Γκιώνα/ μουγκρίζουν τ' Αγραφα σειέτ' η στεριά/ στ' άρματα, στ' άρματα εμπρός στον αγώνα για τη χιλιάκριβη τη λευτεριά...» (Θούριος της Εθνικής Αντίστασης), «Λευτεριά πανώρια κόρη/ κατεβαίνει απ' τα όρη...» (Υμνος του ΕΑΜ), «Με τη χρυσή της νιότης πανοπλία/ το θάρρος, την ορμή, τη λεβεντιά/ πετάμε στον αγώνα, στη θυσία/ για την Ελλάδα, για τη λευτεριά...» (Υμνος της ΕΠΟΝ), «Τι τα θέλουμε τα όπλα,/ τα κανόνια, τα σπαθιά,/ να τα κάνουμε αλέτρια,/ να χορταίνει η αγροτιά»...

Τραγούδια - σαλπιγκτές της ασίγαστης πάλης για ζωή, λευτεριά, λαϊκή δικαιοσύνη. Πλασμένα με τη μυρουδιά της μπαρούτης, τον ελεύθερο αέρα των βουνών, την ανυπότακτη φλόγα που έκαιγε στα σωθικά των δημιουργών τους και όσων τα τραγουδούσαν. Αντάρτικα τραγούδια, που ανάβλυσαν από το πυρακτωμένο καμίνι της Αντίστασης, σκορπίζοντας ολόγυρα τις «σπίθες» της ελπίδας και της θέλησης για μιαν άλλη κοινωνία, δίχως σκοτάδι κι εκμετάλλευση. Τραγούδια, που έγιναν πολεμίστρες στ' άπαρτα κάστρα του αγώνα και τα οποία, μετά την Κατοχή και τον Εμφύλιο, απαγορεύτηκαν, καθώς οι κρατούντες επιδίωκαν να τα ξεριζώσουν από τη μνήμη του ελληνικού λαού - γιατί ακριβώς εξέφραζαν διαχρονικά το αντιστασιακό πνεύμα... Μέσα από αυτά, η γενιά της Εθνικής Αντίστασης, του ΕΑΜ / ΕΛΑΣ, της ΕΠΟΝ, του ΕΛΑΝ, της Εθνικής Αλληλεγγύης όρθωνε το ανάστημά της, ...πολεμούσε και τραγουδούσε. 

Οπως αναφέρει η Μαρία Δημητριάδου στο βιβλίο της «Πολεμάμε και τραγουδάμε» (έκδοση ΠΕΑΕΑ), «όσο θέριευε ο αντιστασιακός αγώνας και "βρόντησε το αντάρτικο ντουφέκι στα δοξασμένα λημέρια της αθάνατης κλεφτουριάς...", γιγαντώθηκε η ανάγκη του λαού μας να εκφράσει τον πατριωτισμό του με δικούς του στίχους και μελωδίες. Γι' αυτό και πολλών τραγουδιών συνθέτες και στιχουργοί υπήρξαν οι άγνωστοι ηρωικοί αγωνιστές. Ταυτοχρόνως, πολλοί γνωστοί στιχουργοί και συνθέτες ζευγάρωσαν τις τέχνες τους, με αποτέλεσμα να ξεχυθούν σαν χείμαρρος τα αντάρτικα αντιστασιακά τραγούδια, που συντρόφευαν τους χαλκέντερους αγωνιστές στη ζωή, στις μάχες, στις μακρινές και δύσκολες πορείες τους, στο χορό και ...στο θάνατο». 

Ανάμεσά τους, οι Αττίκ, Κώστας Βάρναλης, Βασίλης Ν. Δόικος, Μίκης Θεοδωράκης, Γιάννος Ιωάννου, Κώστας Γ. Καλαντζής («Θεσσαλός»), Νίκος Καρβούνης, Γιώργος Κοτζιούλας, Αργύρης Κουνάδης, Ανδρόνικος Κουρούκλης, Μενέλαος Λουντέμης, Σοφία Μαυροειδή - Παπαδάκη, Ευάγγελος Μαχαίρας, Γιάννης Μιχαλόπουλος («Ωρίων»), Ιάνης Ξενάκης, Αλέκος Ξένος, Κωστής Παλαμάς, Λευτέρης - Τριαντάφυλλος Παπάζογλου, Νίκος Παπαπερικλής, Στάθης Πρωταίος, Δημήτρης Ραβάνης - Ρεντής, Βασίλης Ρώτας, Χάρης Σακελλαρίου, Ακης Σμυρναίος («Αστραπόγιαννος»), Απόστολος Σπήλιος, Γεράσιμος Σταυρολέμης («Γρηγόρης»), Νίκος Τσάκωνας, Γιώργος Κ. Τσαπόγας, Δημήτριος Φίτσιος, Ναυσικά Φλέγγα - Παπαδάκη, Λάκης Χατζής (τα ονόματα από το βιβλίο «Πολεμάμε και τραγουδάμε»).

«Τα τραγούδια της Αντίστασης», έλεγε ο συνθέτης και πρωτοπόρος στο μεγάλο αγώνα Αλέκος Ξένος, «είτε όλοι εμείς οι επώνυμοι τα γράψαμε, είτε οι ανώνυμοι δημιουργοί, είχαμε την ίδια δεξαμενή έμπνευσης, γράψαμε για τον ίδιο σκοπό και τα τραγούδια ζωντάνευαν μόνο στο στόμα του αγωνιζόμενου λαού... Επομένως, τα τραγούδια τα έγραψε ο λαός και σ' αυτόν ανήκουν...». Ο Ζακυνθινός μουσικοσυνθέτης, μεταξύ άλλων, συνέθεσε και τον ύμνο της ΠΕΕΑ: «Απ' τη στάχτη βγαίνεις ξανά / ίδια γεννιέται πάντα νέα / με τη σημαία της ΠΕΕΑ / με τα βλαστάρια τα γενναία»... / «Αίμα και δάκρυ πέφτει στη γης / πάντα διψάνε οι τύραννοι / με το σπαθί σου δίκαια οργής / τη λευτεριά μας θα σημάνει...».

«Τα τραγούδια αυτά (...) που φλογίζονταν από την άμεση συγκίνηση, δεν αξιοποιούσαν τότε την Αντίσταση, έκαναν αντίσταση! Δεν ήταν στίχοι και μουσική, ήταν όπλο και αγωνιστική πράξη!», σημείωνε η αξέχαστη ποιήτρια Σοφία Μαυροειδή - Παπαδάκη, η οποία, ύστερα από πρόταση της Ελλης Αλεξίου, έγραψε μέσα σε μια νύχτα τον πολυτραγουδισμένο Υμνο του ΕΛΑΣ, σε μουσική του Νίκου Τσάκωνα. «Με τον ντουφέκι μου στον ώμο/ σε πόλεις, κάμπους και βουνά/, της λευτεριάς ανοίγω δρόμο/ τον στρώνω βάγια και περνά/. Εμπρός ΕΛΑΣ για την Ελλάδα/ το δίκιο και τη λευτεριά/, στ' ακρόβουνο και στην κοιλάδα/ πέτα, πολέμα με καρδιά. Ενα τραγούδι είν' η πνοή σου/ καθώς στη μάχη ροβολάς/, κι αντιλαλούν απ' τη φωνή σου/ πλαγιές και κάμποι: ΕΛΑΣ - ΕΛΑΣ...». 

Η ίδια έλεγε αργότερα: «...Σ' εκείνη την έξαψη, που μ' έκανε να συνθέσω εκείνο το τραγούδι μέσα σε μια νύχτα, έχω την εντύπωση πως πολύ είχε συντελέσει κι η γύρω πραγματικότητα. Ναι, το θυμούμαι καλά. Το σούρουπο της ίδιας μέρας περπατούσα στο περιβόλι μας, απορροφημένη στις σκέψεις μου για το θέμα του τραγουδιού, ενώ στους δρόμους αντιλαλούσαν οι πυροβολισμοί από τις συχνές συγκρούσεις, που γίνονταν τότε και στην Καλλιθέα. Κείνο τον τελευταίο χρόνο της Κατοχής, οιστρηλατημένη απ' το πλησίασμα της Λευτεριάς, κάθε γειτονιά έδινε τη μάχη της. Κάτω λοιπόν απ' αυτήν την υπόκρουση, σα να 'παιρνα κι εγώ μέρος στο χορό, φώναξα, σαν παρόρμηση, σαν κραυγή, σαν εκείνο τον "αέρα" του '40, το "Εμπρός ΕΛΑΣ για την Ελλάδα". Ετσι περπατώντας, σε μια ξέφρενη ψυχική κατάσταση, έφτιαξα τα δύο τετράστιχα της επωδού. Κι όταν ήρθε η νύχτα κι έφερε κάποια γαλήνη, πήρα χαρτί και μολύβι και γράφοντας και σβήνοντας, τέλειωσα το ποίημα, που το ήξερα πια απέξω και το 'λεγα και το ξανάλεγα σ' ένα κάποιο ρυθμό... Οταν ακούω τους νέους να τραγουδούν τον Υμνο του ΕΛΑΣ, αισθάνομαι ότι δικαιώθηκε η ζωή μου...».

Ρ. Σ.
Ριζοσπάστης, 8/5/2005

Πέμπτη 1 Μαΐου 2014

ΣΥΝΤΡΟΦΕ ΧΑΜΟΓΕΛΟ


Σύντροφε Χαμόγελο,
η Άνοιξη κι η Ανάσταση:
μέρα δίχως σύγνεφο,
νύχτα μου ολοφέγγαρη.

Σύντροφε Χαμόγελο,
ξάγναντο σε διάσελο:
κάμπος και ψηλό βουνό
πέλαο δίχως σύνορα.

Σύντροφε Χαμόγελο,
φέγγος χρυσοκάντηλο,
κι ήμερη παρηγοριά
μες στην άγριαν ερημιά.

Σύντροφε Χαμόγελο,
ρόδινο μαγιάπριλο,
βοσκοτόπι ανθόσπαρτο,
και γρασίδι αθέριστο.

Σύντροφε Χαμόγελο,
φρέσκο κουλουρόψωμο,
πού μοιράζεται ζεστό
σε διαβάτη, σε φτωχό.

Σύντροφε Χαμόγελο,
χάραμα καλοκαιρινό,
λαμπροφορεμένη αυγή
που ξυπνάει μ’ ελπίδα η γη.

Σύντροφε Χαμόγελο,
σ’ έκοψε και σε η ριπή
και πετάς στα σύγνεφα
τα ηλιοβασιλέματα.

ΒΑΣΙΛΗΣ ΡΩΤΑΣ

Στο βιβλίο των Βασίλη Ρώτα και Βούλας Δαμιανάκου «Μνημόσυνο» (Αθήνα, 1961), η Δαμιανάκου καταγράφει την μαρτυρία της (διαβάστε τη ΕΔΩ) από τη συνάντησή της με τον Ναπολέοντα Σουκατζίδη σε ένα από τα στρατόπεδα του μαρτυρίου. Της κάνει εντύπωση το χαμόγελό του. Ο Βασίλης Ρώτας  συνοδεύει το κείμενο της συντρόφου του με το παραπάνω ποίημα.


Ο Ναπολέων Σουκατζίδης, εθνικός ήρωας, Ακροναυπλιώτης, μάρτυρας στο Χαϊδάρι, εκτελέστηκε στην Καισαριανή την Πρωτομαγιά του 1944 ανάμεσα στα 200 στελέχη και μέλη του ΚΚΕ. Ο Σουκατζίδης ήταν πρότυπο ελεύθερου ανθρώπου, αγνού πατριώτη και αντιστασιακού, ήταν κομμουνιστής. Στην τελευταία πράξη της ζωής του επαναλαμβάνει ό,τι έκανε καθημερινά ως κρατούμενος του ντόπιου φασιστικού καθεστώτος και αργότερα των Γερμανών καταχτητών. Φτάνει στην υπέρβαση. Του χαρίζεται η ζωή από τον καταχτητή και κείνος επιλέγει ελεύθερα και συνειδητά το θάνατο, απειλώντας τους Γερμανούς εκεί στο Σκοπευτήριο πως η Ελλάδα θα νικήσει και εκείνοι θα συντριβούν.