Πέμπτη 28 Νοεμβρίου 2013

H «επιστροφή» του Γ. Κοτζιούλα (Με αφορμή την παράσταση «Φτενά χωράφια - άφοβη φυλή»)

«Σε αυτήν την εποχή των αποφάσεων, πρέπει ακόμα και η τέχνη να αποφασίσει. Μπορεί να οδηγήσει τους ανθρώπους σε παραλήρημα, αυταπάτες και σε φαντασιώσεις, όπως και μπορεί να τους οδηγήσει στην πραγματικότητα. Μπορεί να μεγαλώσει την άγνοια, όπως μπορεί να μεγαλώσει και τη γνώση».  Μπ. Μπρεχτ

Η βροχή που έπεφτε την Κυριακή (24/11/2013) το πρωί σχεδόν σε ολόκληρη την Αττική ήταν καταρρακτώδης, όμως ο ζεστός και φιλόξενος χώρος του θεάτρου του Γιώργου Αρμένη στα Εξάρχεια πλημμύρισε από βρεγμένα και αναψοκοκκινισμένα πρόσωπα. Από Ηπειρώτες και μη που κατέφταναν για να παρακολουθήσουν την μουσική-θεατρική παράσταση «Φτενά χωράφια... άφοβη φυλή», που ήταν αφιερωμένη στον αλησμόνητο λογοτέχνη, ποιητή, κριτικό και θεατρικό συγγραφέα Γιώργο Κοτζιούλα.

Αναρωτιόμουν μέχρι να φτάσουμε στο θέατρο πώς μπορεί κανείς να «γεμίσει» μια παράσταση αποκλειστικά με ποιήματα, χωρίς να κουράσει. Βλέπετε ανάμεσα στους θεατές που γνωρίζουν και αγαπούν το έργο του Κοτζιούλα, υπήρχαν και αρκετοί που η παράσταση αυτή ήταν η αφορμή να το προσεγγίσουν για πρώτη φορά, κυρίως νεαρά άτομα αλλά και μικρά παιδιά. Ο προβληματισμός μου αυτός άρχισε να αποψιλώνεται όταν έσβησαν τα φώτα και ξεκίνησε η παράσταση με ένα αργό νοσταλγικό ηπειρώτικο τραγούδι. Στη συνέχεια ανέλαβαν οι στίχοι: Να μας ταξιδέψουν, να μας συγκινήσουν, να μας κάνουν να γελάσουμε, να νοσταλγήσουμε, να συλλογιστούμε, να αναθαρρήσουμε, να νιώσουμε την ελπίδα. Ο ρυθμός των συναισθημάτων ήταν  γρήγορος σαν της παράστασης.

Σε ένα λιτό σκηνικό οι δραματοποιημένες απαγγελίες των ποιημάτων εναλλάσσονταν με τα τραγούδια (μελοποιημένοι στίχοι του Κοτζιούλα). Οι ερμηνείες ήταν άλλοτε τρυφερές, όποτε απαιτούνταν σαρκαστικές, λυρικές, υποβλητικές. Η μουσική, λαϊκή ή πιο ηλεκτρική, με ωραίες ενορχηστρώσεις, ήταν το κατάλληλο όχημα για να μεταφέρει την ιδιωματική γλώσσα του Κοτζιούλα στο «σημερινό» αυτί του κατοίκου της πόλης. Και μέσα σε όλη αυτή την ποιητική και μουσική πανδαισία, ένα μονόπρακτο του Κοτζιούλα από το «Θέατρο του βουνού». Ο σπαρταριστός διάλογος μεταξύ του δυνάστη δασικού, εκπροσώπου της σκληρής και βάναυσης εξουσίας, και του ρακένδυτου αλλά καπάτσου χωρικού που θέλοντας και μη αναγκάζεται να συναλλαγεί μαζί του. Ξέρει πως ταΐζοντας το κρατικό παράσιτο θα έχει το κεφάλι του «ήσυχο»…

Ανάμεσα στις απαγγελίες και τα τραγούδια της παράστασης,  πίσω από τους στίχους και τις νότες, τη μαστορικά δοσμένη στιχοπλοκή και την έμπνευση της ρίμας, πίσω από τα δάκρυα συγκίνησης και τα γέλια των θεατών, ξεπρόβαλε, παντού, η δύναμη της ψυχής του Κοτζιούλα. Η ψυχή που δεν χρειαζόταν παρά μόνο ένα μολύβι κι ένα κομμάτι χαρτί για να βρει και να αντλήσει δύναμη από την έκφρασή της μέσω της τέχνης,  για να γίνει η ίδια Τέχνη μοναδική και ασύγκριτη.

Οι αυτοβιογραφικοί στίχοι του Κοτζιούλα σε φέρνουν ανάμεσα στους φτωχούς ξωμάχους της ζωής, στα «φτενά χωράφια» του Ξεροβουνιού και του Τζουμέρκου. Από τη ράχη του φουσκωμένου Άραχθου φτάνεις  στην Άρτα, στη φτωχική, παγωμένη, στρωμένη με πηλό καμαρούλα της κυρα-Βαγγελής. Περπατάς στις γιδόστρατες που διάβηκαν τα μπουλούκια, πλάι στον Κολιό και τους άλλους κουδαραίους. Σκαρφαλώνεις στις ψηλές  σκαλωσιές  των μαστόρων της πέτρας. Δρασκελίζεις περήφανος τα ξάγναντα των ανυπόταχτων Ηπειρώτικων βουνών της Αντίστασης, δίπλα στους μπαρουτοκαπνισμένους καβαλαραίους μαυροσκούφηδες και τον αρχηγό Άρη. Και από κει ροβολάς στους κάμπους. Περνάς από θάλασσες. Φτάνεις στην  πρωτεύουσα. Διασχίζεις τις αφιλόξενες λεωφόρους της. Ακολουθώντας τους στίχους του ποιητή, ακολουθείς τα βήματα του Κοτζιούλα μέχρι το τέλος της σύντομης ζωής του, στη διαρκή αναζήτηση «απάγκιου». Στις προσφυγικές γειτονιές της Καλλιθέας, στις βρώμικες παράγκες της πλατείας Βάθη, στην ανεμόδαρτη καλύβα της ανάρρωσης στην Πάρνηθα. Στα πολύβουα δημοσιογραφικά γραφεία, στα πνιγμένα στο αντιμόνιο υπόγεια τυπογραφεία, στα καφενεία του σιναφιού.

Στίχοι ρομαντικοί, αγνοί ερωτικοί, ονειροπόλοι. Στίχοι πικροί, μελαγχολικοί, πονεμένοι, που δεν σταματούν στην περιγραφή. Στίχοι κοινωνικοί, ποτισμένοι με τη μυρουδιά της φτώχειας, της εκμετάλλευσης και της κοινωνικής αδικίας, της απανθρωπιάς. Στίχοι διδακτικοί, αισιόδοξοι, επαναστατικοί. Ξεσκεπάζουν τις αιτίες της κοινωνικής ανισότητας, αφυπνίζουν συνειδήσεις, ξεσηκώνουν.  Αυτή είναι η ποίηση του Κοτζιούλα. Ατόφια και λαγαρή. Δεν την θάμπωσαν τα δυνατά φώτα της αναγνώρισης. Δεν την έκαναν να λοξοδρομήσει οι Σειρήνες της ευκολίας. Ο Κοτζιούλας αυτά τα απαρνήθηκε. Δεν  καταδέχτηκε ποτέ  να βάλει έστω και μια στάλα νερό στο κρασί της τέχνης του. Ποτέ δεν έχασε το στόχο. Γιατί η τέχνη του Κοτζιούλα είχε στόχο.

Σε μια κοινωνία που απαρτίζεται από τάξεις με συγκρουόμενα συμφέροντα, η τέχνη δεν μπορεί να μείνει -και δεν μένει- ανεξάρτητη. Άμεσα ή έμμεσα υπηρετεί ή τους εκμεταλλευτές ή τους καταπιεσμένους.  Όσο οξύνονται οι ταξικές αντιθέσεις και βαθαίνει η εκμετάλλευση, τόσο μεγαλύτερος και πιο ουσιαστικός είναι ο ρόλος που καλείται να παίξει η τέχνη. Στην εποχή που έζησε και δημιούργησε ο  ποιητής  (εποχή μεγάλων αποφάσεων), αλλά και σήμερα (εποχή μεγάλων αποφάσεων επίσης), τότε και τώρα, η τέχνη του Κοτζιούλα παίρνει θέση, αποφασίζει, όπως λέει ο Μπρεχτ. Οδηγεί στην πραγματικότητα, την ξεσκεπάζει. Διευρύνει τη γνώση.  Σκίζει τα επιβαλλόμενα σκοτάδια με το φως της. Ανοίγει δρόμους και καλεί τους καταπιεσμένους να τους βαδίσουν.

Τετάρτη 27 Νοεμβρίου 2013

«Επαναστάτες»


Γιώργος Βακιρτζής, 1974, από το Καραχρήστος Σ. (1984) 
Ελληνικές Αφίσες, Κέδρος.


Μαρξ, Ένγκελς, Λένιν, Μπέμπελ και Μπουχάριν
τους στρίμωξα στο νου κουκί-κουκί.
Να με, λοιπόν, κατέκτησα την χάριν
να κρίνω με την διαλεκτική.

«Αχώριστος η θεωρία κ’ η πράξη» -
συχνά σκοντάφτω στην εφαρμογή,
μα η κριτική μου πάντοτε είναι εν τάξει,
όλους κι όλα τα ελέγχει, τα εξηγεί.

Τις συγκεντρώσεις των προλεταρίων
απ’ το παράθυρό μου τις κοιτώ
ώς να συγκινηθώ μέχρι δακρύων
και γράφω στίχους πλέον των 100.

Τη σκέψη αφήνω διάφανο μπαλόνι
στον άδειο ν’ ανεμίζεται ουρανό,
να βλέπω την εντύπωση που απλώνει
το χρώμα που αντιφέγγει το κενό.

Τώρα το “Κάπιταλ” του Μαρξ κηρύττω,
μα αποφεύγω την κάθε συμπλοκή
γιατί, ξέρω, θανάσιμα θα πλήττω
αν κάποτε με βάλουν φυλακή.



Γιάννης Ρίτσος, Τρακτέρ, 1934

Κυριακή 24 Νοεμβρίου 2013

Ο Μαν. Αναγνωστάκης διαβάζει Γ. Κοτζιούλα


Ο Μανόλης Αναγνωστάκης διαβάζει το ποίημα του Γιώργου Κοτζιούλα ΘΕΛΩ ΝΑ ΓΡΑΨΩ στην εκπομπή «Φιλολογικοί περίπατοι στο Μεσοπόλεμο» (Μανόλης Αναγνωστάκης και Γιώργος Ζεβελάκης, Πρώτο Πρόγραμμα της Ελληνικής Ραδιοφωνίας, 5/9/1988). Το ποίημα εκδόθηκε το 1938 με τη συλλογή ΣΙΓΑΝΗ ΦΩΤΙΑ και περιλαμβάνεται στον πρώτο τόμο των απάντων του Γιώργου Κοτζιούλα που επανεκδόθηκαν μόλις χτες  (μετά από 57 χρόνια) από τις εκδόσεις ΔΙΦΡΟΣ. Πηγή βίντεο: dimart2012


ΘΕΛΩ ΝΑ ΓΡΑΨΩ

Θέλω να γράψω ένα βιβλίο, αλλά το κέφι
που είν’ απαραίτητο δεν έρχεται ποτές.
Η κακοπέραση κατόπι καταστρέφει
κάτι στιγμές, που τις θαρρώ ξεχωριστές.

Θα σας μιλούσα και για τη βασανισμένη
ζωή μου, για τα χρόνια τα φοιτητικά.
Θα σε φανέρωνα κι εσένα, τότε, Ελένη,
μ' όσα δεν είπα σε κανένα μυστικά.

Οι νέοι που γράφουν δεν διαβάζονται και τόσο.
Πρέπει να φτάσεις τα πενήντα ν' ακουστείς.
Μα εγώ ώς τα τότε πώς αλλιώς θα ξαλαφρώσω
που δε μ' αρέσει πια να λέγομαι ποιητής;

Δεν υποφέρονται άλλο οι στίχοι οι κουδουνάτοι
αυτά σου τα μαθαίνουν κι οι στιχουργικές.
Είμαστε σύμφωνοι, αναγνώστη ανοιχτομάτη:
πρέπει να λείψουν οι συνήθειες οι κακές.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΤΖΙΟΥΛΑΣ

Παρασκευή 22 Νοεμβρίου 2013

Όλες οι μανάδες είναι σταχτιές το Σαββατόβραδο

Mάνα

 

19 Νοεμβρίου, Κοντοπούλι Λήμνου 1948. 

ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΑ ΕΞΟΡΙΑΣ
 

Τα παιδιά μεγαλώνουν. Βάζουν τα χέρια στις τσέπες.
Μέσα στις τσέπες τους έχουν ένα σκοτωμένο μολυβένιο στρατιωτάκι.
Η μάνα τους φοράει γυαλιά κάθε που μπαλώνει τις κάλτσες τους.
Όλες οι μανάδες είναι σταχτιές το Σαββατόβραδο
και πιότερο την Κυριακή, όταν βρέχει.


Μπορεί γι’ αυτό ν’ αρρώστησα κι εγώ. Κάθουμαι
στ’ αχυρένιο μου στρώμα. Μπαίνει ο Βασίλης.
Ανάβει τη λάμπα. Δε μιλάει. Περιμένει. Ακούγεται
σα ν’ ανάβουν ένα-ένα τα φώτα
σε σπίτια πολύ μακρινά ή σε καράβια.

α ν ε μ ό ε σ σ α 

Τρίτη 19 Νοεμβρίου 2013

Μικρὴ σουΐτα σὲ κόκκινο μεῖζον - Γ. Ρίτσος

Amedeo Modigliani

Ι.

Πλῆθος λεμόνια
ἐπάνω στὸ τραπέζι
στὶς καρέκλες
στὸ κρεβάτι
κίτρινες λάμψεις
τρέχουν τὸ σῶμα σου
μ᾿ ἀρέσει ποὺ βρέχει
νύχτα μὲ χίλια λεμόνια
καὶ ξαφνικὰ ὁ φακὸς τοῦ δασοφύλακα
νὰ σταματάει τοὺς βρεγμένους λαγοὺς
στὰ πισινά τους πόδια.
                                            Διακοφτὸ 18.11.80

ΙΙ.

Ὢ ἀλάνθαστο σῶμα
πόσα καὶ πόσα λάθη
μ᾿ ἕνα μικρὸ διαβατικὸ φεγγάρι
στὰ γυμνὰ δέντρα τοῦ πεζοδρομίου
ἀδειοῦχοι στρατιῶτες καπνίζουν
κάτω ἀπ᾿ τὸ ὑπόστεγο
βρέχει ὅλη μέρα
ἀκούω τὸ νερὸ νὰ κυλάει ἀτέλειωτο
ἀπ᾿ τὰ λούκια στὸ δρόμο
παρότι τὸ ξέρω
αὐτὸ τὸ εἰσιτήριο
εἶναι ἐκπρόθεσμο πιά.
                                            Ἀθήνα 18.11.80

ΙΙΙ.

Τὸ σῶμα -λέει-
στὴ γενική: τοῦ σώματος
καὶ γενικὰ τὸ σῶμα
ἄλλη λέξη πυκνότερη δὲν ἔχω
παίρνω τὴ νάϋλον σακούλα
μπαίνω στὰ λαϊκὰ ἑστιατόρια
μαζεύω ψαροκόκαλα
γιὰ τὶς ἄγριες γάτες τῆς γειτονιᾶς
στὰ διαλείματα -λέει-
κουβεντιάζω μὲ τοὺς μουσικοὺς
στὰ σκοτεινὰ παρασκήνια-
τί ἀπέραντη ἀπόσταση διανύω
ἀπ᾿ τὸ σῶμα σου
ἕως τὸ σῶμα σου.
                                            Ἀθήνα 19.11.80

ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ


Συλλογὴ «Τὰ Ἐρωτικά», 1981, ἐκδόσεις «ΚΕΔΡΟΣ» 

uoa.gr

Κυριακή 17 Νοεμβρίου 2013

ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΗΣΟΥΝ ΚΑΠΟΤΕ ΝΑ ΓΙΝΕΙΣ ΞΑΝΑ



Είσαι Έλληνας

Αυτό που ήσουν κάποτε θα γίνεις ξανά
πρέπει να γίνεις, πρέπει να κλάψεις.

Ο εξευτελισμός σου να γίνει τέλειος
Η εκπόρθηση να φτάσει ως τις ρίζες των βουνών
Είσαι Έλληνας, είσαι Έλληνας.

Πίνεις την προδοσία με το γάλα,
πίνεις την προδοσία με το κρασί.

Ο εξευτελισμός σου να γίνει τέλειος,
πρέπει να δεις, πρέπει να γίνεις,
αυτό που ήσουν κάποτε θα γίνεις ξανά

Μίκης Θεοδωράκης

Παρασκευή 15 Νοεμβρίου 2013

Ανέκδοτα τραγούδια του αντιδικτατορικού αγώνα


Στίχοι ανέκδοτων τραγουδιών που συντρόφεψαν τον αγωνιζόμενο λαό στην πάλη του ενάντια στη χούντα και τους ξένους προστάτες της.
1
Στίχοι
Χωριάτισσα μάνα, εργάτη λαέ, αγρότη πατέρα, νεκρέ αδερφέ
Το αίμα ως το γόνα, τα χέρια γροθιά
Εμπρός στον αγώνα, εμπρός στη λευτεριά
Σηκώνω τα όπλα, κρατώ τα σπαθιά
Περνάω τον κόσμο μια δρασκελιά
Ανοίγω το δρόμο με μια τουφεκιά
Μαζί σας αδέρφια, μαζί σας παιδιά
Της γης την ειρήνη στα χέρια βαστάς
Εσύ είσαι η κρήνη και μας ξεδιψάς
Χωριάτισσα μάνα, κρασί της χαράς
Χτυπάς τη καμπάνα κι ομπρός μας οδηγάς
Το νεύμα του κόσμου, το τίμιο γεια
Το αίμα σου δώσ’ μου να γίνει φωτιά
Κι αν πέσω στο χώμα να ‘ρθεις να μου πεις
Τραγούδι της νίκης με τ’ άστρο της Αυγής
Θα πέσει μαχαίρι, καρφί, κεραυνός, το δίκοπο χέρι, ο μαύρος καιρός
Ξυπνάει το αίμα, περνάει η εργατιά
Βροντούν τ’ άρματα μας, βροντάει η λευτεριά
2

Στίχοι 
Στην κορφή του κόσμου θ’ ανέβω ψηλά
Για να κάνω αδερφό μου τον ήλιο
Η φλογάτη παντιέρα πάλι μπροστά
Η καμένη παλάμη μου αντήλιο
Η φλογάτη παντιέρα πάλι μπροστά
Να μου δείχνει γλυκιά λευτεριά
Στην κορφή του κόσμου θ’ ανέβω ψηλά
Με το πιο ματωμένο φεγγάρι
Με τον ήχο των όπλων μες την καρδιά
Και στα δόντια κομμένο σιτάρι
Με τον ήχο των όπλων μες την καρδιά
Να μου ζήσεις γλυκιά λευτεριά
Το νερό της καρδιά μου χυμένο κρασί
Στων βουνών την αόρατη φλέβα
Τον αντίλαλο άκου, άκου κι εσύ
Των μεγάλων ηρώων κι ανέβα
Τον αντίλαλο άκου, άκου μακριά
Να μου ζήσεις γλυκιά λευτεριά
Του λαού τη χαρά δεν τη κόβει κανείς
Της ζωής τ’ αφρισμένο ποτάμι
Τώρα που έφτασε της χαραυγής
Θα το σπάσει το σάπιο καλάμι
Τώρα που έφτασε η ώρα πάμε μπροστά
Να μου ζήσεις γλυκιά λευτεριά
3 
Στίχοι 
Εμπρός, εμπρός λαέ
Σήκω κι εμπρός αδέρφια
Κόκκινος είναι ο ουρανός
Κι ο ήλιος ανεβαίνει
Εβίβα λιμπερτά
Το λάβαρο που μου λάχε
Ψηλά θα το κρατήσω
Εμπρός συντρόφοι πιο ψηλά
Εβίβα λιμπερτά
Ίσια με κρατάς
Δεν θα με πάρεις Άδη
Πέθαινα μα σηκώθηκα και στην φωτιά πηγαίνω
Εβίβα λιμπερτά
Το λάβαρο που μου ‘λαχε
Ψηλά θα το κρατήσω
Εμπρός συντρόφοι πιο ψηλά
Εβίβα λιμπερτά
Δόξα και τιμή
Στ’ αδέρφια που γινήκανε
Σφαχτάρια και στοιχειώσανε
Γιοφύρι να περάσουν
Εβίβα λιμπερτά
Το λάβαρο που μου ‘λαχε
Ψηλά θα το κρατήσω
Εμπρός συντρόφοι πιο ψηλά
Εβίβα λιμπερτά
4 
Στίχοι 
Μεγάλη Δευτέρα ο λαός με τη μαχαίρα
Μεγάλη Τρίτη λευτεριά στη γειτονιά σκάει μύτη
Μεγάλη Τετάρτη μες το νου μου τον αντάρτη
Μεγάλη Πέμπτη η καρδιά μου είναι ψηλά
Είναι ψηλά και δε πέφτει
Παρασκευή το βράδυ μας προδώσανε
Μας κάρφωσαν στο ψέμα να χαθούμε
Σαββάτο του λαού ξεσηκωνόμαστε
Σαν τα’ άγριο ποτάμι να χυθούμε
Μεγάλη Δευτέρα ο λαός με τη μαχαίρα
Μεγάλη Τρίτη λευτεριά στη γειτονιά σκάει μύτη
Μεγάλη Τετάρτη μες το νου μου τον αντάρτη
Μεγάλη Πέμπτη η καρδιά μου είναι ψηλά
Είναι ψηλά και δε πέφτει
Παρασκευή το βράδυ μας προδώσανε
Σαββάτο του λαού θ΄ αναστηθούμε
Παρασκευή το βράδυ μας προδώσανε
Σαββάτο του λαού θ΄ αναστηθούμε

Πέμπτη 14 Νοεμβρίου 2013

ΤΟ ΜΑΤΙ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ ΜΟΥ

ΕΛΕΝΗ ΒΑΚΑΛΟ


ΤΟ ΜΑΤΙ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ ΜΟΥ

Ο πατέρας μου είχε ένα γυάλινο μάτι.
  Τις Κυριακές που καθότανε σπίτι έβγαζε από την τσέπη του
  κι άλλα μάτια, τα γυάλιζε με την άκρη του μανικιού του και
  φώναζε τη μητέρα μου να διαλέξει. Η μητέρα μου γελούσε.

Τα πρωινά ο πατέρας μου ήταν ευχαριστημένος. Έπαιζε το μάτι
  στη φούχτα του πριν το φορέσει και έλεγε πως είναι ένα καλό
  μάτι. Όμως εγώ δεν ήθελα να τον πιστέψω.

Έριχνα ένα σκούρο σάλι στους ώμους μου τάχα πως κρυώνω
  κι ήταν για να παραμονέψω. Στο τέλος τον είδα μια μέρα να
  κλαίει. Δεν είχε καμιά διαφορά από ένα αληθινό μάτι.

Αυτό το ποίημα
Δεν είναι για να το διαβάσουν
Όσοι δεν μ’ αγαπούνε
Ακόμη
Κι από κείνους
Που δεν θα με ξέρουν
Αν δεν πιστεύουνε πως υπήρξα
Σαν
Και κείνους.

Ύστερα από την ιστορία με τον πατέρα μου, υποψιαζόμουνα και
  όσους είχαν αληθινά μάτια.



Από το βιβλίο: Ελένη Βακαλό, «Το άλλο του πράγματος (Ποίηση 1954-1994)», Εκδόσεις Νεφέλη, 1995, σελ. 13-14.

Μπορούμε να διαβάσουμε τα βιβλία που θέλουμε;


Της Βενετίας Αποστολίδου  
Σχεδιάζοντας ένα νέο μάθημα στο Πανεπιστήμιο, συνέτασσα έναν κατάλογο με προτεινόμενα βιβλία (μυθιστορήματα και συλλογές διηγημάτων ελλήνων συγγραφέων, όλα εκδομένα μετά το 1974). Τα περισσότερα τα είχα στη βιβλιοθήκη μου, αγορασμένα στην ώρα τους. Οι φοιτητές όμως έπρεπε να τα αναζητήσουν τώρα σε βιβλιοθήκες και βιβλιοπωλεία· θα τα έβρισκαν; Οι βιβλιοθήκες του Πανεπιστημίου και οι δημοτικές της Θεσσαλονίκης είχαν μερικά αλλά ούτε όλα τα είχαν ούτε βέβαια σε πολλά αντίτυπα. ΄Εκανα βόλτα στα βιβλιοπωλεία και απελπίστηκα. Ακόμη και βιβλία που εκδόθηκαν το 2002 ή το 2005 δεν είναι διαθέσιμα. Ρώτησα αν μπορούμε να τα παραγγείλουμε. Δεν ήταν όλοι οι βιβλιοπώλες πρόθυμοι να εξυπηρετήσουν, ιδίως αν δεν σε ξέρουν. Ανεξάρτητα από το δικό μου μάθημα, το πρόβλημα είναι πολύ σοβαρό. 

Ο αναγνώστης  πληροφορείται για ένα παλαιότερο βιβλίο και του δημιουργείται η επιθυμία να το διαβάσει. Πού θα το βρει;  Οι δημόσιες βιβλιοθήκες που θα έπρεπε να είναι η σίγουρη πηγή παλαιότερων βιβλίων, δυστυχώς τις περισσότερες φορές δεν βοηθούν. Το βιβλίο δεν περιλαμβάνεται στη συλλογή ή είναι χαμένο ή είναι κατεστραμμένο. Στα βιβλιοπωλεία είναι αδύνατον να υπάρχει, παρά μόνο από τύχη. Μερικές φορές οι βιβλιοπώλες λένε ότι έχει εξαντληθεί ενώ δεν είναι έτσι, απλώς βαριούνται να ασχοληθούν. Αν έχει ο εκδοτικός οίκος κάποια αντίτυπα και ο βιβλιοπώλης είναι πρόθυμος, μπορεί να σου κάνει τη χάρη να σου παραγγείλει. Πόσοι αναγνώστες θα ψάξουν, θα παρακαλέσουν, θα τηλεφωνήσουν στον εκδοτικό οίκο να επιβεβαιώσουν ότι υπάρχουν διαθέσιμα αντίτυπα; Οι περισσότεροι θα εγκαταλείψουν την προσπάθεια και θα στραφούν σε ένα άλλο βιβλίο μόνο και μόνο επειδή είναι πιο φρέσκο. Το βιβλίο όμως δεν είναι ψωμί και δεν μπαγιατεύει. Υποθέτω ότι οι λόγοι για τους οποίους βιώνουν οι αναγνώστες αυτό το πρόβλημα είναι πολλοί και οι ευθύνες ανήκουν σε όλους τους εμπλεκομένους, από τους εκδότες, τους διακινητές, τους βιβλιοπώλες έως πιθανόν και τους ίδιους τους συγγραφείς. Εδώ μας ενδιαφέρουν οι συνέπειες του προβλήματος. 

Τελικά είναι οι αναγνώστες ελεύθεροι να επιλέξουν τα βιβλία που θέλουν;  Πώς κατευθύνονται οι επιλογές του αναγνωστικού κοινού; Πώς ένας νέος σε ηλικία αναγνώστης, ο οποίος δεν διαθέτει από τους γονείς του πλούσια βιβλιοθήκη, θα διαβάσει μια σειρά από αξιόλογα βιβλία των τελευταίων δεκαετιών που είτε έχουν εξαντληθεί είτε έχουν πολτοποιηθεί είτε στοιβάζονται στις αποθήκες των εκδοτικών οίκων; Είναι καταδικασμένος να διαβάσει το τελευταίο βιβλίο του τάδε συγγραφέα αλλά να μη μπορεί να βρει το πρώτο που μπορεί να είναι καλύτερο ή να τον ενδιαφέρει περισσότερο.

 Όπως καταλαβαίνει κανείς, το πρακτικό αυτό πρόβλημα καταλήγει να είναι πρόβλημα ελευθερίας του αναγνώστη αλλά, πολύ περισσότερο από αυτό, πρόβλημα ισότιμης συμμετοχής στο πολιτισμικό μας κεφάλαιο. Διότι ένα πανεπιστημιακό μάθημα, όσα τέτοια προβλήματα και να συναντήσει, τελικά θα τα λύσει· όμως ο μεμονωμένος αναγνώστης που δεν έχει έναν θεσμό να τον υποστηρίζει, που δεν του έχει κληροδοτηθεί μια βιβλιοθήκη, αναγκάζεται να κάνει τυχαίες επιλογές, δεσμευμένος από τους πάγκους των βιβλιοπωλείων, από τις διαφημίσεις στον τύπο ή στο διαδίκτυο. Αν θελήσει να καταστρώσει μια στρατηγική επιλογών βάσει κάποιων προσωπικών κριτηρίων και ενδιαφερόντων, θα συναντήσει ανυπέρβλητες δυσκολίες. Μας ενδιαφέρουν τέτοιοι αναγνώστες; Δεν πρέπει να τους στηρίξουμε; 

Οι συγγραφείς λ.χ. θα μπορούσαν να διαπραγματευτούν σθεναρότερα την επανέκδοση βιβλίων τους που δεν κυκλοφορούν ή θα μπορούσαν να τα ψηφιοποιήσουν και να τα ανεβάσουν στην ιστοσελίδα τους. Οι κριτικοί και όσοι παρουσιάζουν τα νέα βιβλία θα μπορούσαν συστηματικότερα να αναφέρονται, με αφορμή το νέο βιβλίο, και σε παλαιότερα του ίδιου συγγραφέα ή σε άλλα ομόθεμα ή ομοειδή βιβλία έτσι ώστε να καθιστούν και αυτά σύγχρονα και δυνάμει επιθυμητά. Διότι τα βιβλία, μπορεί να διακρίνονται μεταξύ τους σε άπειρες κατηγορίες, αλλά, ευτυχώς, δεν έχουν ακόμη επάνω τους, όπως άλλα προϊόντα, ημερομηνία λήξης.                                                                                 
Πηγή : Ο αναγνώστης

Τετάρτη 13 Νοεμβρίου 2013

ΤΡΥΠΕΣ – Το τρένο



Όταν θα ρθείς να με ξεθάψεις απ’ τις στάχτες
και διώξεις από πάνω μου όλη τη σκουριά
και ξαναβάλεις τις ρόδες μου σε ράγες
και εγώ αρχίσω να κυλάω ξανά

Τότε οι λύπες θα με ψάχνουν
και άνεργες θα θρηνούν
Θα πέφτουν μανιασμένες οι βροχές
και θα ρωτούν

Τι έγινε εκείνο το τρένο που έβλεπε
τα άλλα τρένα να περνούν

ΓΙΑΝΝΗΣ ΑΓΓΕΛΑΚΑΣ

Μουσική:  Γιώργος Καρράς
Εκτέλεση: ΤΡΥΠΕΣ

Τρίτη 12 Νοεμβρίου 2013

ΤΕΛΛΟΣ ΑΓΡΑΣ – Οι αγνοημένες


Nous sommes les ingénues
Aux bandeaux plats, à l'oeil bleu.
VERLAINE

Σκούφιες πλεχτές, κοντές κοτσίδες,
σαλάκι τρεις φορές στριφτό
―φτωχές μαθήτρες, κορασίδες…

Απρόσεχτες, παραπατάνε.
Στις λάσπες, με ξεφωνητό,
τα τρύπια τσόκαρα βουτάνε.

Η Μοίρα δεν τους έχει κλώσει
ουδέ μετάξι στα μαλλιά,
ουδέ χρυσό στη μέση κρόσσι,

μα άχαρες, πολυφορεμένες
ποδιές, που κρέμεται η θηλειά,
κι’ ούτε ως τα γόνατα φτασμένες.

Κρυώνουν, κι’ άλλες τους ακόμα
πεινάνε· μα άλλες ―πιο καλά―
μασσούν μαστίχα, άκρη στο στόμα.

Κι’ αν δεν κατέχουν τι είναι η Γνώση,
στα μάτια τους τα βαθουλά
τι πρώιμα που έχουν μεγαλώσει!

Στο σπίτι, πάντα η φτώχεια, η λύπη·
χάνεται η σάκκα, το χαρτί,
 το «παιδί» κλαίει, η μητέρα λείπει·

κι’ αυτές, στην τύχη απορριγμένες,
ζουν, συντροφιά ξεχωριστή,
μια, αμόνοιαστες, μια, αγαπημένες.

Αδέξιες, κι’ όμως περγελάνε·
σκληρές, καταφρονετικές,
βγάζουν τη γλώσσα, αντιμιλάνε,

παρήκοες στην ορμήνεια, τρέχουν
άστατες, άσκεφτες ψυχές
που νόμο ή φταίξιμο δεν έχουν.

Ανοιχτομμάτες, καυχησιάρες.
Θαυμάζουν ―τούτο τες αρκεί.
Λαίμαργες, μα ποτές ζηλιάρες.

Μόνο, η φωνή τους, σαν ξεσπάζη
στην τάξη, μες στην Ωδική,
καίει ―σαν τρυγόνι, που σπαράζει.

ΤΕΛΛΟΣ ΑΓΡΑΣ


(Από το βιβλίο «Η ΧΑΜΗΛΗ ΦΩΝΗ – Τα λυρικά μιας περασμένης εποχής στους παλιούς ρυθμούς – Μια προσωπική ανθολογία του ΜΑΝΟΛΗ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗ», Εκδόσεις ΝΕΦΕΛΗ, Αθήνα 1990.)


Ο ποιητής Τέλλος Άγρας (πραγματικό όνομα Ευάγγελος Ιωάννου) έφυγε από τη ζωή σαν σήμερα, στις 12 Νοέμβρη του 1944.

Βιογραφικά στοιχεία (πηγή: βικιπαίδεια)

«Γεννήθηκε στην Καλαμπάκα, όπου υπηρετούσε τότε ως σχολάρχης ο πατέρας του Γεώργιος Ιωάννου. Η μητέρα του λεγόταν Ειρήνη Βλάχου, ενώ ο μικρότερος αδερφός του Χρήστος. Το 1906 μετακόμισαν οικογενειακώς στο Λαύριο, όπου ο ποιητής τελείωσε το Δημοτικό και το Ελληνικό Σχολείο. Το 1907 πρωτοεμφανίζεται στη στήλη της αλληλογραφίας του περιοδικού Η Διάπλασις των Παίδων και από το 1911 έγραφε τακτικά στη στήλη συνεργασίας συνδρομητών του περιοδικού με το ψευδώνυμο Τέλλος Άγρας.

Το 1916 αποφοίτησε από το Γυμνάσιο και γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, απ’ όπου έλαβε το πτυχίο του το 1923. Το Μάιο του ίδιου χρόνου γράφει στη Διάπλαση των Παίδων το πεζογράφημα ‘‘Αποχαιρετισμός’‘. Συνεργάζεται και με άλλα περιοδικά, όπως με τη ‘‘Λύρα’‘, τον ‘‘Βωμό’‘, τους ‘‘Νέους’‘ κ.ά. Το 1918 βραβεύεται στο Σεβαστοπούλειο διαγωνισμό, ενώ κερδίζει και βραβείο στο διαγωνισμό διηγήματος του περιοδικού Εσπερία στο Λονδίνο. Το 1921 έδωσε διάλεξη για τον Καβάφη στην αίθουσα του Ελληνικού Ωδείου. Την ίδια χρονιά μεταφράζει τις ‘‘Στροφές’‘ του γαλλόφωνου Έλληνα ποιητή Ζαν Μορεάς (Jean Moreas). Το 1924 εργάστηκε στο Υπουργείο Γεωργίας και το 1927 διορίστηκε στην Εθνική Βιβλιοθήκη, θέση που παρέμεινε ως το θάνατό του.

Γράφει συχνά στο περιοδικό Νέα Εστία, της οποίας διετέλεσε και αρχισυντάκτης για ένα διάστημα, ενώ δημοσιεύει κείμενά του στα περιοδικά ‘‘Γράμματα’‘, ‘‘Νέα Ζωή’‘, ‘‘Αλεξανδρινή Τέχνη’‘, το ‘‘Δελτίο του Εκπαιδευτικού Ομίλου’‘ και σε πολλά άλλα έντυπα καθώς και στη Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια του Πυρσού. Το 1934 κυκλοφόρησαν Τα βουκολικά και τα εγκώμια, η πρώτη ποιητική του συλλογή και το 1939 η δεύτερη με τίτλο Καθημερινές, που τιμήθηκε το 1940 με το Κρατικό Βραβείο.fabio

Στη διάρκεια της Γερμανικής Κατοχής χειροτέρεψε η ευαίσθητη κατάσταση της υγείας του. Το Νοέμβριο του 1944, χτυπημένος από αδέσποτη σφαίρα στον αστράγαλο, μεταφέρεται στο νοσοκομείο Ευαγγελισμός, όπου ξεψύχησε.»

Για το έργο του (πηγή: εθνικό κέντρο βιβλίου)

«Ο Τέλλος Άγρας τοποθετείται στους έλληνες ποιητές του μεσοπολέμου, τους λεγόμενους νεορομαντικούς ή παρακμιακούς (Καρυωτάκης, Κλέων Παράσχος, Ναπολέων Λαπαθιώτης, Κώστας Ουράνης κ.α.). Το ποιητικό του έργο είναι αποτέλεσμα δημιουργικής αφομοίωσης του πνεύματος του γαλλικού συμβολισμού και αισθητισμού ( Moreas, Laforgue, Verlain, Mallarme, Baudelaire κ.α.) αλλά και της ελληνικής ποιητικής παράδοσης από το δημοτικό τραγούδι ως τον Ιωάννη Πολέμη, τον Κωστή Παλαμά, το Μιλτιάδη Μαλακάση και τον Κωνσταντίνο Καβάφη. Κινήθηκε στα πλαίσια της εσωτερικότητας, της μελαγχολίας, της νοσηρότητας και της απαισιοδοξίας των συγχρόνων του, υιοθέτησε την ειδυλλιακή ενατένιση του παρελθόντος, ωστόσο παράλληλα χάρη στη βαθιά πνευματική του καλλιέργεια αρνήθηκε να παραδοθεί στην απελπισία και αγωνίστηκε να κρατηθεί από την ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο. Πρέπει τέλος να σημειωθεί η αξία του κριτικού του έργου που χαρακτηρίζεται από ιδιαίτερη οξυδέρκεια, ευαισθησία, βαθιά γνώση της φιλοσοφίας και επαρκή ενημέρωση για τις σύγχρονές του ευρωπαϊκές θεωρίες της λογοτεχνίας και τον τοποθετεί στην πρωτοπορία της νεοελληνικής κριτικής σκέψης.»

Δευτέρα 11 Νοεμβρίου 2013

Θα σε θυμόμαστε

Ἐπιλογικό


Νὰ μὲ θυμόσαστε - εἶπε. Χιλιάδες χιλιόμετρα περπάτησα
χωρὶς ψωμί, χωρίς νερό, πάνω σὲ πέτρες κι ἀγκάθια,
γιὰ νὰ σᾶς φέρω ψωμὶ καὶ νερὸ καὶ τριαντάφυλλα.
Τὴν ὀμορφιὰ
Ποτές μου δὲν τὴν πρόδωσα. Ὅλο τὸ βιός μου τὸ μοίρασα δίκαια.
Μερτικὸ ἐγὼ δὲν κράτησα. Πάμπτωχος. Μ᾿ ἕνα κρινάκι τοῦ ἀγροῦ
τὶς πιὸ ἄγριες νύχτες μας φώτισα. Νὰ μὲ θυμᾶστε.

Καὶ συγχωρᾶτε μου αὐτὴ τὴν τελευταῖα μου θλίψη:
Θἄθελα
ἀκόμη μιὰ φορὰ μὲ τὸ λεπτὸ δρεπανάκι τοῦ φεγγαριοῦ νὰ θερίσω
ἕνα ὥριμο στάχυ. Νὰ σταθῶ στὸ κατώφλι, νὰ κοιτάω,
καὶ νὰ μασῶ σπυρὶ σπυρὶ τὸ στάρι μὲ τὰ μπροστινά μου δόντια
θαυμάζοντας κι εὐλογώντας τοῦτον τὸν κόσμο ποὺ ἀφήνω,
θαυμάζοντας κι Ἐκεῖνον ποὺ ἀνεβαίνει τὸ λόφο στὸ πάγχρυσο λιόγερμα. Δέστε:
Στὸ ἀριστερὸ μανίκι του ἔχει ἕνα πορφυρὸ τετράγωνο μπάλωμα. Αὐτὸ
δὲν διακρίνεται πολὺ καθαρά. Κι ἤθελα αὐτὸ προπάντων νὰ σᾶς δείξω.

Κι ἴσως γι᾿ αὐτὸ προπάντων θ᾿ ἄξιζε νὰ μὲ θυμᾶστε.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ

Κυριακή 10 Νοεμβρίου 2013

"φτενά χωράφια… άφοβη φυλή…" (ένα αφιέρωμα στον ποιητή ΓΙΩΡΓΟ ΚΟΤΖΙΟΥΛΑ) - Κυριακή 24 Νοέμβρη 2013, 11:30 π. μ. στο Νέο Ελληνικό Θέατρο Γιώργου Αρμένη

Π Ρ Ο Σ Κ Λ Η Σ Η
 Ο Δήμος Βορείων Τζουμέρκων, η Πανηπειρωτική Συνομοσπονδία Ελλάδος και η Ομοσπονδία Αδελφοτήτων Τζουμερκιωτών σας προσκαλούν στην παράσταση : «φτενά χωράφια … άφοβη φυλή», ένα θεατροποιημένο αφιέρωμα

στον Πλατανουσιώτη ποιητή Γιώργο Κοτζιούλα.


Κυριακή 24 Νοεμβρίου 2013

 11:30 π. μ.


Νέο Ελληνικό Θέατρο Γιώργου Αρμένη

(Σπ. Τρικούπη 34 & Κουντουριώτου Εξάρχεια, τηλ. 210 8253489)


Είσοδος ελεύθερη
-------------------------------------------------------------------------------


φτενά χωράφια… άφοβη φυλή…

(ένα αφιέρωμα στον ποιητή ΓΙΩΡΓΟ ΚΟΤΖΙΟΥΛΑ)
ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ
Σκηνοθετική επιμέλεια: ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΕΝΤΕΛΕΣ
Μουσική επιμέλεια, σύνθεση, διασκευή, ενορχήστρωση: ΚΩΣΤΑΣ ΧΑΡΙΤΑΤΟΣ
Σκηνογραφική ιδέα: ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΗΣ

Απαγγελίες:
ΞΑΝΘΗ ΓΕΩΡΓΙΟΥ
ΓΕΩΡΓΙΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
ΡΑΝΙΑ ΣΟΝΤΗ
ΜΑΡΙΑ ΤΖΙΜΑ
Μουσικοί:
ΚΩΣΤΑΣ ΧΑΡΙΤΑΤΟΣ: κιθάρα, τραγούδι
ΑΝΘΗ ΣΤΑΥΡΟΥ: πιάνο, τραγούδι
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΟΤΟΝΟΣ:  κιθάρα
ΘΑΝΑΣΗΣ ΒΟΛΑΣ: μπουζούκι, λαούτο
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΣΤΑΥΡΟΥ: μπουζούκι
ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΑΒΕΛΑΣ: μπουζούκι
ΘΑΝΑΣΗΣ ΣΕΝΤΕΛΕΣ: μπάσο
ΠΑΝΟΣ ΣΕΝΤΕΛΕΣ: ακορντεόν, τραγούδι
ΑΝΤΩΝΗΣ ΚΑΡΑΣΤΑΜΑΤΗΣ: κρουστά, τραγούδι
ΠΕΤΡΟΣ ΜΟΚΑΣ: τραγούδι
Στο θεατρικό μονόπρακτο παίζουν:
ΡΙΖΟΣ ΤΡΑΓΟΥΔΑΡΑΣ
ΓΙΩΡΓΟΣ ΔΗΜΟΘΕΟΔΩΡΟΣ
Ακούγονται τα μελοποιημένα ποιήματα του Γ. Κοτζιούλα:
Αυτοβιογραφία (Σύνθεση: Κώστας Χαριτάτος)
Μποέμ (Σύνθεση: Κώστας Χαριτάτος)
Θερινή Συμφωνία (Σύνθεση: Κώστας Χαριτάτος)
Τραγούδι (Σύνθεση: Γιώργος Κουλουριώτης)
Εσπερινός (Σύνθεση: Κώστας Χαριτάτος)
Χωρισμός (Σύνθεση: Σπύρος Σαμοίλης)
Το τέλος της Ελένης (Σύνθεση: Αγάπανθος)
Αλλαγή (Σύνθεση: Σπύρος Σαμοίλης)
Θυσιαστήριο (Σύνθεση: Αλέκος Ξένος)
Αννιώ (Σύνθεση: Bertok, διασκευή: Λίτσα Λεμπέση)
Το μαστορόπουλο (Σύνθεση: Δήμος Φιωτάκης)
Επανάσταση (Σύνθεση: Άγγελος Παπαγεωργίου)
Είνορο (Σύνθεση: Κώστας Χαριτάτος)

Παρασκευή 8 Νοεμβρίου 2013

ΤΕΥΚΡΟΣ ΑΝΘΙΑΣ - Κατρακύλημα




Όλο ξεπέφτεις –και ξεπέφτεις δίχως τέλος–
για τιποτένια πραγματάκια της ζωής.
(Είσαι παλιάτσος, κι όμως δείχνεσαι για Οθέλλος,
με τις αστείες προσωπίδες που φορείς).

Το ποιο φινάλε θα ’χει τέτοια μια ιστορία,  
το κατρακύλημά σου αυτό πού σε οδηγεί,
πάντα το σκέφτεσαι με πόνο και πικρία,
μα δεν γιατρεύεις τέτοια επίφοβη πληγή.

Πάντοτε λες: «Θα ’ρθει μια μέρα να ξεφύγω,
απ’ των πραγμάτων το μηδέν να λυτρωθώ,  
και με το πέρασμα του χρόνου, λίγο-λίγο,
κάπως ψηλά με περηφάνια να υψωθώ».

Κι όμως το Χάος σα μαγνήτης σε τραβάει
και, απειθάρχητος, στη Σκέψη πάντα ζεις...
Το κατρακύλημα ποτές δεν σταματάει,  
για τιποτένια πραγματάκια της ζωής.

ΤΕΥΚΡΟΣ ΑΝΘΙΑΣ

Ο σπουδαίος Κύπριος ποιητής Τεύκρος Ανθίας έφυγε από τη ζωή σαν σήμερα, στις 8 Νοέμβρη του 1968.

Πέμπτη 7 Νοεμβρίου 2013

Ξελασπώστε το μέλλον!


Το μέλλον δε θα ρθεί
από μονάχο του έτσι νετο-σκετο
αν δεν πάρουμε μέτρα κι εμείς
από τα βράγχια κομσομόλε άρπαξέ το
απ'την ουρά του πιονιέροι κι εσείς

Πόλεμος δεν είναι μόνο όπως θαρρείς εσύ
να λες ναι - ναι στα μέτωπα με βολές πολυβόλου
της φαμίλιας του σπιτικού η επίθεση
για μας μικρότερη απειλή δεν είναι διόλου

Η κομμούνα δεν είναι μια βασιλοπούλα
του παραμυθιού που λες
για να την ονειρεύεσαι τις νυχτιές
μέτρησε καλοσκέψου σημάδεψε
και τράβα βήματα τα βήματα
έστω και πάνω σε μικροζητήματα

Δεν είναι μόνον ο κομμουνισμός στη γη
στα κάθιδρα εργοστάσια εκείνα
είναι και μες στο σπίτι
στο τραπεζάκι εμπρός
στις σχέσεις στη φαμίλια
στην καθημερινή ρουτίνα

ΒΛΑΔΙΜΗΡΟΣ ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΙ

Απόδοση: Γιάννης Ρίτσος
Μουσική: Θάνος Μικρούτσικος
Ερμηνεία: Μαρία Δημητριάδη

Ενενήντα έξι χρόνια από τη Μεγάλη Οχτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση σήμερα, που ήταν το μεγαλύτερο κοσμοϊστορικό γεγονός στον 20ό αιώνα. Άνοιξε το δρόμο για το πέρασμα της κοινωνικής εξέλιξης στην ανώτερη βαθμίδα της, το σοσιαλισμό, με προοπτική την αταξική κομμουνιστική κοινωνία. Ενσάρκωσε τα όνειρα και τους πόθους «των κολασμένων της Γης» για την έφοδο στο δικό τους ουρανό. Ο Κόκκινος Οχτώβρης έγινε σταθμός και εφαλτήριο της δράσης και της τεράστιας προσπάθειας εκατομμυρίων απλών ανθρώπων του μόχθου, για την κατάργηση της ταξικής εκμετάλλευσης. Ήταν το δημιούργημα της οργανωμένης πολιτικής πάλης των λαϊκών μαζών, με ηγετική δύναμη την εργατική τάξη, που, με επικεφαλής το Κομμουνιστικό Κόμμα, επιβεβαίωσε ότι η ανθρωπότητα μπήκε σε νέα ιστορική εποχή. Αυτήν που, από τις αρχές του 20ού αιώνα, φανέρωσε πως ο καπιταλισμός είναι ιστορικά ξεπερασμένος ως κοινωνικοοικονομικό σύστημα που μπορεί να κινεί τις κοινωνικές εξελίξεις προς την πρόοδο, γι' αυτό και χρειάζεται αντικατάσταση περιμένοντας το νεκροθάφτη του…