Τετάρτη 31 Οκτωβρίου 2012

ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ - Παράδεισος




Λεύτερος νά ῾σαι δοῦλος ὁποιανοῦ,
λεύτερος νὰ μιλᾷς, ὅταν κοιμᾶσαι,
λεύτερος, χρόνια νὰ τὰ κυνηγᾷς
τῶν Γιούρων τὰ ποντίκια μὴ σὲ φᾶνε.

Στὶς πληγὲς τῆς ψυχῆς σου νὰ χιλιάζουν
τὰ ψέματα – τῆς μύγας τὰ σκουλήκια -,
νά ῾σαι τῆς Ἱστορίας γελοιογράφος,
ἀφέντης δίχως πιθαμὴ δικιά σου.

Σὰν τὴ στέρφα γουρούνα τ᾿ Ἅι-Ἀντώνη,
μισότυφλη ἀπὸ πάχητα καὶ νύστα,
νὰ νείρεσαι πὼς κολυμπᾷς σὲ κάτουρα
καὶ ξερατά, γρυλίζοντας: «παράδεισος»!

ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ

Τρίτη 30 Οκτωβρίου 2012

«Γράφω για κείνους που δεν ξέρουν να διαβάσουν, για τους εργάτες που γυρίζουνε το βράδυ με τα μάτια κόκκινα απ’ τον άμμο…»



Ο ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ έφυγε σαν σήμερα, πριν 24 χρόνια.


«Γράφω για κείνους που δεν ξέρουν να διαβάσουν
για τους εργάτες που γυρίζουνε το βράδυ με τα μάτια κόκκινα απ’ τον άμμο
για σας χωριάτες, που ήπιαμε μαζί στα χάνια τις χειμωνιάτικες νύχτες του αγώνα
ενώ μακριά ακουγότανε το ντουφεκίδι των συντρόφων μας.
Γράφω να με διαβάζουν αυτοί που μαζεύουν τα χαρτιά απ’ τους δρόμους
και σκορπίζουνε τους σπόρους όλων των αυριανών μας τραγουδιών
γράφω για τους καρβουνιάρηδες, για τους γυρολόγους και τις πλύστρες.
Γράφω για σας
αδέρφια μου στο θάνατο
συντρόφοι μου στην ελπίδα
που σας αγάπησα βαθιά κι απέραντα
όπως ενώνεται κανείς με μια γυναίκα.

Κι όταν πεθάνω και δε θα ΄μαι ούτε λίγη σκόνη πια μέσα στους δρόμους σας
τα βιβλία μου, στέρεα κι απλά
θα βρίσκουν πάντοτε μια θέση πάνω στα ξύλινα τραπέζια
ανάμεσα στο ψωμί
και τα εργαλεία του λαού.»

Ο ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ γεννήθηκε στην Αθήνα το 1922 και μεγάλωσε στο Μεταξουργείο. Από το Γυμνάσιο κιόλας είναι και δηλώνει ποιητής. Η Κατοχή τον βρίσκει στη Νομική Σχολή, που δεν τελείωσε. Παλεύει μέσα από τις γραμμές της ΕΑΜικής Αντίστασης. Το 1940 γνωρίστηκε με τον Γιάννη Ρίτσο και παρέμεινε ο πιο αγαπημένος του φίλος μέχρι το θάνατό του. Ο Τάσος Λειβαδίτης πρωτοεμφανίστηκε στα Γράμματα μέσα από το περιοδικό «Ελεύθερα Γράμματα» του Δημήτρη Φωτιάδη. Μεταπολεμικά, συνεργάστηκε και με τη «Νέα Εστία», ενώ υπήρξε ιδρυτικό μέλος του βραχυχρόνιου περιοδικού «Θεμέλιο».

Το 1946 παντρεύτηκε με την φύλακα - άγγελο της ζωής του Μαρία Στούπα, ενώ το 1947 εξορίστηκε στη Μακρόνησο και ακολούθησαν η Λήμνος και ο Αϊ-Στράτης, μέχρι το 1952, χρονιά που εξέδωσε τα πρώτα του βιβλία «Μάχη στην άκρη της νύχτας» και «Αυτό το αστέρι είναι για όλους μας».

Το 1953 δημοσιεύει το «Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου», για το οποίο τού απονέμεται το πρώτο βραβείο Ποίησης στο Παγκόσμιο Φεστιβάλ Νεολαίας στη Βαρσοβία, ενώ το 1955 δικάστηκε στο Πενταμελές Εφετείο για το έργο αυτό.

Το 1961 γράφει το σενάριο της ταινίας «Συνοικία το Ονειρο», όπου ακούγονται τα τραγούδια «Βρέχει στη φτωχογειτονιά» και «Σαββατόβραδο» όλα σε δικούς του στίχους, τα οποία μαζί με άλλα του τραγούδια θα συμπεριλάβει αργότερα ο Θεοδωράκης στο δίσκο του «Πολιτεία».

Το 1965, εκδίδονται σε τόμο με τίτλο «Ποίηση 1952-65» όλες οι μέχρι τότε ποιητικές του συλλογές.

Από το 1967 έως το 1972 ο ποιητής βυθίζεται στη σιωπή. Μένει άνεργος και για λόγους επιβίωσης διασκευάζει ή μεταφράζει, με το ψευδώνυμο Ρόκκος, έργα λογοτεχνικά για περιοδικά ποικίλης ύλης. Το 1972, εκδίδει το βιβλίο «Νυχτερινός επισκέπτης». Το 1976 και το 1979, του απονέμεται το Β' και Α' Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τα βιβλία του «Βιολί για μονόχειρα» και «Εγχειρίδιο ευθανασίας», αντίστοιχα.

Το 1982 νοσηλεύεται με έμφραγμα, ενώ το 1987 εκδόθηκε ο δεύτερος τόμος με τα μέχρι τότε έργα του με τον τίτλο «Ποίηση Β».

Ο Τάσος Λειβαδίτης «έφυγε» στις 30 Οκτώβρη 1988, το μήνα «με τα μαραμένα φύλλα και τις εξεγέρσεις», όπως έγραψε ο ίδιος. Το 1990 ολοκληρώθηκε και ο τρίτος τόμος των Απάντων του με τίτλο «Ποίηση Γ».

(Τα βιογραφικά στοιχεία από εδώ.)


Δευτέρα 29 Οκτωβρίου 2012

ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ - Φυσάει




Ο θάνατος περιοδεύει τον κόσμο
με τη μάσκα ενός στρατηγού.
Τα μάτια μας θα ζήσουνε
 και πέρα από το θάνατό μας
για να κλαίνε.
Φυσάει.

Τα μέγαρα ρίχνουν έναν ίσκιο βαρύ
που σπάει τη ραχοκοκαλιά μας
Τρέχουν οι δρόμοι λαχανιασμένοι
Τα παραμύθια είναι τυφλά
Φυσάει

Φυσάει μέσα από τα τρύπια βρακιά
των ανέργων
Φυσάει
Φυσάει μέσα
στην οργισμένη καρδιά του λαού

Ο άνεμος μπερδεύει τους δρόμους
 τις χρονολογίες τα πρόσωπα
Παρασέρνει τη σκόνη απ’ τα πεδία των μαχών
Αυτή η σκόνη θάβει σιγά σιγά την Ευρώπη
Τα χέρια τους είναι έτοιμα
να σώσουνε τον κόσμο
Εις τους αιώνας των αιώνων

Ερχόμαστε
Παραμερίστε
Κατεβαίνουμε σαν μια χιονοστιβάδα
που όσο κατηφορίζει μεγαλώνει.

ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ


Κυριακή 28 Οκτωβρίου 2012

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΡΗΣ - Να κοιμάσαι νηστικός



Νὰ κοιμᾶσαι νηστικός σὲ μία σοφίτα
Νὰ εἶσαι ὁ τεμπέλης τοῦ σπιτιοῦ
Νὰ γίνεσαι σκουπίδι
Ὅταν ἀνοίγεται ἕνα λερωμένο στόμα
Θὰ σηκώσω τὸ γιακὰ
Γιὰ νὰ φύγω σὰν ἕνας λῃστὴς
Ἀπὸ τὸ δικό μου σπίτι
Θὰ κοιμηθῶ στοὺς δρόμους
Γιὰ νὰ νιώσω ὁλάκερη τὴν πολιτεία
Νὰ τουρτουρίζει μαζί μου
Στὸ παλτό μου ἔχω ἕνα λεκὲ
Ἀλλὰ εἶναι καλὸ ποὺ δὲν τὸν βλέπω
Θὰ τὸ ξαπλώσω χάμω
Καὶ θὰ στρωθῶ πάνω του
Νὰ πιῶ λίγη βραδυὰ
Στὴ γωνιὰ τοῦ ἔρημου κήπου
Θὰ αἰστανθῶ τὴ σελήνη
Ὅπως δὲν αἰστάνθηκα τίποτε
Στὴ ζωή μου
Θὰ τὴν αἰστανθῶ στὰ χείλια μου
Σὰν ἕνα ἀχλάδι
Στὰ μάγουλα
Σὰν ἄλλα μάγουλα.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΡΗΣ

Σάββατο 27 Οκτωβρίου 2012

Paul Eluard - ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ




Πάνω στα τετράδια του σχολείου
Στα θρανία μου και τα δένδρα
Πάνω στην άμμο και το χιόνι
Γράφω τ’ όνομά σου

Πάνω σ΄ όλες τις διαβασμένες σελίδες
Πάνω σ΄ όλες τις λευκές σελίδες
Στην πέτρα το αίμα το χαρτί τη στάχτη
Γράφω τ’ όνομά σου

Πάνω στις χρυσωμένες εικόνες
Στ΄ άρματα των πολεμιστών
Στην κορώνα των βασιλιάδων
Γράφω τ’ όνομά σου

Στη ζούγκλα και την έρημο
Στις φωλιές και τα σπαρτά
Στην ηχώ των παιδικών μου χρόνων
Γράφω τ’ όνομά σου

Πάνω στα θαύματα της νύχτας
Στο άσπρο ψωμί των ημερών
Στις μνηστευμένες εποχές
Γράφω τ’ όνομά σου

Πάνω σ΄ όλα τα γαλάζια κουρέλια μου
Στο μουχλιασμένο έλος του ήλιου
Στη ζωντανή λίμνη σελήνη
Γράφω τ’ όνομά σου

Στους αγρούς στον ορίζοντα
Στις φτερούγες των πουλιών
και στο μύλο των ίσκιων
Γράφω τ’ όνομά σου

Σε κάθε φύσημα της αυγής
Στη θάλασσα και τα πλοία
Πάνω στο τρελό βουνό
Γράφω τ’ όνομά σου

Στον αφρό απ΄ τα σύννεφα
Στους ιδρώτες της καταιγίδας
Στην βροχή την πυκνή και ανούσια
Γράφω τ’ όνομά σου

Πάνω στα σχήματα που σπιθίζουν
Στις καμπάνες των χρωμάτων
Πάνω στη φυσική αλήθεια
Γράφω τ’ όνομά σου

Στα μονοπάτια που ξύπνησαν
Στους δρόμους που ξεδιπλώθηκαν
Στις πλατείες που ξεχείλισαν
Γράφω τ’ όνομά σου

Στη λάμπα που ανάβει
Στη λάμπα που σβήνει
Στα ενωμένα μου σπίτια
Γράφω τ’ όνομά σου

Στο φρούτο το κομμένο στα δύο
Του καθρέφτη και της κάμαράς μου
Στο κρεβάτι μου άδειο κοχύλι
Γράφω τ’ όνομά σου

Στο λαίμαργο και τρυφερό σκύλο μου
Στα ορθωμένα αυτιά του
Στο αδέξιο πόδι του
Γράφω τ’ όνομά σου

Στο σκαλοπάτι της πόρτας μου
Στα γνώριμά μου αντικείμενα
στο κύμα της ευλογημένης φωτιάς
Γράφω τ’ όνομά σου

Σε κάθε σάρκα σύμφωνη
Στο μέτωπο των φίλων μου
Σε κάθε χέρι που προσφέρεται
Γράφω τ’ όνομά σου

Στο κρύσταλλο των εκπλήξεων
Στα προσεκτικά χείλια
Πολύ πιο πάνω απ΄ τη σιωπή
Γράφω τ’ όνομά σου

Στα χαλασμένα καταφύγιά μου
Στους γκρεμισμένους μου φάρους
Στους τοίχους της ανίας μου
Γράφω τ’ όνομά σου

Στην απουσία χωρίς πόθο
Στη γυμνή μοναξιά
Στα σκαλιά του θανάτου
Γράφω τ’ όνομά σου

Στην υγεία που ξανάρθε
Στον κίνδυνο που εξαφανίστηκε
Στην ελπίδα χωρίς ανάμνηση
Γράφω τ’ όνομά σου

Και με τη δύναμη της λέξης
Ξαναρχίζω τη ζωή μου
Γεννήθηκα για να σε γνωρίσω
Για να πω τ΄ όνομά σου

Ελευθερία!

Paul Eluard

Παρασκευή 26 Οκτωβρίου 2012

ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ - Οι Μοιραίοι




Μες την υπόγεια την ταβέρνα,
μες σε καπνούς και σε βρισιές
(απάνω στρίγγλιζε η λατέρνα)
όλ'η παρέα πίναμ' εψες'
εψές, σαν όλα τα βραδάκια,
να πάνε κάτου τα φαρμάκια.

Σφιγγόταν ένας πλάι στον άλλο
και κάπου εφτυούσε καταγής.
Ω! πόσο βάσανο μεγάλο
το βάσανο είναι της ζωής!
Όσο κι ο νους να τυραννιέται,
άσπρην ημέρα δε θυμιέται.

Ήλιε και θάλασσα γαλάζα
και βάθος τ' άσωτ' ουρανού!
Ω! της αυγής κροκάτη γάζα,
γαρούφαλα του δειλινού,
λάμπετε, σβήνετε μακριά μας,
χωρίς να μπείτε στην καρδιά μας!

Του ενός ο πατέρας χρόνια δέκα
παράλυτος, ίδιο στοιχειό'
τ' άλλου κοντόημερ' η γυναίκα
στο σπίτι λιώνει από χτικιό'
στο Παλαμήδι ο γιός του Μάζη
κ' η κόρη του Γιαβή στο Γκάζι.

- Φταίει το ζαβό το ριζικό μας!
- Φταίει ο Θεός που μας μισεί!
- Φταίει το κεφάλι το κακό μας!
- Φταίει πρώτ' απ' όλα το κρασί!
Ποιος φταίει; ποιος φταίει; Κανένα στόμα
δεν το βρε και δεν το 'πε ακόμα.

Έτσι στη σκότεινη ταβέρνα
πίνουμε πάντα μας σκυφτοί.
Σαν τα σκουλήκια, κάθε φτέρνα
όπου μας εύρει μας πατεί.
Δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα,
προσμένουμε, ίσως, κάποιο θάμα!

ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ
 
Σε μουσική του Μίκη Θεοδωράκη και ερμηνεία του Γρηγόρη Μπιθικώτση:



 

Πέμπτη 25 Οκτωβρίου 2012

ΝΑΖΙΜ ΧΙΚΜΕΤ - Ο άνθρωπος με το γαρύφαλο




χω πάνω στ τραπέζι μου
τ φωτογραφία το νθρώπου
μ τ᾿ σπρο γαρούφαλο
πο τν τουφέκισαν
στ μισοσκόταδο
πρν τν αγ
κάτω π᾿ τ φς τν προβολέων.

Στ δεξί του χέρι
κρατ να γαρούφαλο
πού ναι σ μι φούχτα φς
π τν λληνικ θάλασσα
τ μάτια του τ τολμηρ
τ παιδικ
κοιτάζουν δολα
κάτω π᾿ τ βαρι μαρα τους φρύδια
τσι δολα
πως νεβαίνει τ τραγούδι
σ δίνουν τν ρκο τους
ο κομμουνιστές.

Τ δόντια του εναι κάτασπρα
Μπελογιάννης γελ
κα τ γαρούφαλο στ χέρι του
εναι σν τ λόγο πού πε στος νθρώπους
τ μέρα τς λεβεντις
τ μέρα τς ντροπς.

Ατ φωτογραφία
βγκε στο δικαστήριο
στερ᾿ π᾿ τ θανατικ καταδίκη.

πρίλης 1952

ΝΑΖΙΜ ΧΙΚΜΕΤ

Τετάρτη 24 Οκτωβρίου 2012

ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ - Άνεργοι




Του εργοστασίου η πόρτα είναι από σίδερο. Έχει
στο μέσο δυο κάγκελα. Πίσω απ' τα κάγκελα
δυο μάτια που σφάζουν. Ο επιστάτης κοιτάζει
την ουρά των ανθρώπων που στέκονται απ' έξω -
μια σειρά σταυρωμένα χέρια και πρόσωπα.
Κάνουν μια κίνηση όλοι μαζί,
στυλώνουν τ' αυτιά, κρατούν την ανάσα ν' ακούσουν.
«Μεσημέριασε. Ο κύριος διευθυντής δεν θα 'ρθει.
Αύριο πάλι. Πρωί. Πιο πρωί».
Και φεύγουν σκυφτοί. Περπατώντας, κοιτάζουνε γύρω τους,
σα να ψάχνουν να βρουν ένα βάραθρο - Όχι
να κλάψουνε, όχι να ψάξουν για τίποτα.
Να ρίξουν τα χέρια τους.

ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ

Τρίτη 23 Οκτωβρίου 2012

ΜΙΛΤΟΣ ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ - Η Μητέρα



Ἔψαχνα νὰ βρῶ τὸ σπίτι μου. Οἱ δρόμοι ἦταν
γεμάτοι ἐρείπια· μοναχὰ τοίχους πεσμένους καὶ
πέτρες ἔβλεπες· κι οὔτε ἕνας ἄνθρωπος δὲν φαινόταν.
Καὶ τότε φάνηκε ἡ ἄρρωστη μητέρα.
Ποτὲ δὲν ἦταν τόσο καλά, γεμάτη ἐνέργεια καὶ δύναμη,
μὲ πῆρε ἀπ᾿ τὸ χέρι καὶ βρεθήκαμε σ᾿ ἕνα
συμπαθητικὸ δωμάτιο, τὸ σπίτι μας.
Ἐγὼ ἔκλαιγα, ἔκλαιγα γοερά...
Κι αὐτή: Μὴ κλαῖς, ὁ καθένας μας μὲ τὴ σειρά του.

ΜΙΛΤΟΣ ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ

Δευτέρα 22 Οκτωβρίου 2012

ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ - Αὐτὸς ποὺ σωπαίνει




Τὸ σούρουπο ἔχει πάντα τὴ θλίψη
ἑνὸς ἀτέλειωτου χωρισμοῦ
Κι ἐγὼ ἔζησα σὲ νοικιασμένα δωμάτια
μὲ τὶς σκοτεινὲς σκάλες τους
ποὺ ὁδηγοῦνε
ἄγνωστο ποῦ…
Μὲ τὶς μεσόκοπες σπιτονοικοκυρὲς
ποὺ ἀρνοῦνται
κλαῖνε λίγο
κι ὕστερα ἐνδίδουν
καὶ τ᾿ ἄλλο πρωί,
ἀερίζουν τὸ σπίτι
ἀπ᾿ τοὺς μεγάλους στεναγμούς…
Στὰ παλαιικὰ κρεβάτια
μὲ τὰ πόμολα στὶς τέσσερις ἄκρες
πλάγιασαν κι ὀνειρεύτηκαν
πολλοὶ περαστικοὶ αὐτοῦ του κόσμου
κι ὕστερα ἀποκοιμήθηκαν
γλυκεῖς κι ἀπληροφόρητοι
σὰν τοὺς νεκροὺς στὰ παλιὰ κοιμητήρια
Ὅμως ἐσὺ σωπαίνεις…
Γιατί δὲ μιλᾷς;
Πές μου!
Γιατί ᾔρθαμε ἐδῶ;
Ἀπὸ ποῦ ἤρθαμε;
Κι αὐτὰ τὰ ἱερογλυφικὰ τῆς βροχῆς πάνω στὸ χῶμα;
Τί θέλουν νὰ ποῦν;
Ὤ, ἂν μποροῦσες νὰ τὰ διαβάσεις!!!
Ὅλα θὰ ἄλλαζαν…
Ὅταν τέλος, ὕστερα ἀπὸ χρόνια ξαναγύρισα…
δὲ βρῆκα παρὰ τοὺς ἴδιους ἔρημους δρόμους,
τὸ ἴδιο καπνοπωλεῖο στὴ γωνιά…
Κι ὁλόκληρο τὸ ἄγνωστο
τὴν ὥρα ποὺ βραδιάζει…

ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ

Κυριακή 21 Οκτωβρίου 2012

ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΛΟΥΝΤΕΜΗΣ: "Νέο σύμβολον πίστεως"




Πίστευα ότι ο Θεός πέθανε
πριν από είκοσι αιώνες.
Και μου ήταν αδύνατο να πιστέψω
ότι θα τα κατάφερνε να ζεί ως τα σήμερα
-ακόμα και νεκρός-
μες στις ψυχές των φοβισμένων.

Πίστευα ότι ο άνθρωπος ήταν
-και είναι και θα είναι-
ζώον δίποδον.
Δεν θα πίστευα όμως ποτέ
ότι κάποτε θα μεταβάλλονταν
σε "φτερωτό" ερπετό!

Πίστευα ότι ο Χίτλερ πέθανε
το χίλια εννιακόσια σαράντα πέντε
στην Καγγελαρία του Βερολίνου.
Δε θα το πίστευα όμως ποτέ
ότι τα σκουλίκια που τον έφαγαν
θα γίνονταν κάποτε στρατάρχες!

ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΛΟΥΝΤΕΜΗΣ

Σάββατο 20 Οκτωβρίου 2012

ΑΡΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ – Μέσα στις πέτρες




Κι όμως δεν αυτοκτόνησα.
Είδατε ποτέ κανέναν έλατο να κατεβαίνει μοναχός του
στο πριονιστήριο;
Η θέση μας είναι εδώ σ’ αυτό το δάσος
με τα κλαδιά κομμένα μισοκαμένους τους κορμούς
με τις ρίζες σφηνωμένες μέσ’ στις πέτρες.

ΑΡΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ

Παρασκευή 19 Οκτωβρίου 2012

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΤΖΙΟΥΛΑΣ – Απόλογος




Ζω με υποψίες, μια υποψία ζωής,
και μου αρκεί να ΄χω κάτω από τη σκέψη
τ’ ουρανού του ψηλού που δε με βλέπει
τη συντροφιά σου, ω χόρτο που θροείς.

Ωσάν λαθραίος διαβάτης απ’ τη γη
με βιάση θα περάσω και θα φύγω,
μα θα με συνοδεύει εκεί το λίγο,
το λίγο φως που πήρα απ’ την αυγή.

Απ’ όσα θα ΄χω κάπως αισθανθεί
τον πόνο λέω να γνώρισα και μόνο,
γιατ’ οι χαρές μου επνίγονταν με στόνο
μες στο παράπονό μου το βαθύ.

Μα όταν θα πέσω στο άπειρο κενό,
να μη απομείνει θέλω πίσωθέ μου
ουδέ και μιας στιγμής η λύπη, Θε μου,
που αφήνει φύλλο φθινοπωρινό.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΤΖΙΟΥΛΑΣ

Πέμπτη 18 Οκτωβρίου 2012

ΤΑΣΟΣ ΚΟΡΦΗΣ - Μικραίνει ο κόσμος




Μικραίνει ο κόσμος κι η θάλασσα γίνεται κήπος,
στερεύει το φως στις γυμνές αποβάθρες,
μ' ασβέστη σκεπάζουν τα δάκρυα.
Σεντόνι λευκό, χειρουργείου
σκεπάζει τ' ανήσυχα χέρια.

Μα εσύ ματωμένη καρδιά μου
και πάλι μαζί σου με πας
ταξιδιώτη με πας για ναυάγιο.

ΤΑΣΟΣ ΚΟΡΦΗΣ

Απαγγέλει ο αξέχαστος ηθοποιός Φάνης Χηνάς (στο βίντεο βλέπουμε τον συνθέτη Σταύρο Κουγιουμτζή):


Ο Σταύρος Κουγιουμτζής έγραψε τη μουσική  και ο Αντώνης Καλογιάννης ερμήνευσε το τραγούδι:


Τετάρτη 17 Οκτωβρίου 2012

ΡΗΓΑΣ ΓΚΟΛΦΗΣ - Απεργία




Στη στράτα αργοδιαβαίνει της εργατιάς το πλήθος.
Φαρμάκι έχει στα χείλη, κομένη την ορμή,
κι ο πόνος που συντρίβει τα’ αράθυμό του στήθος
θεριέυει το κορμί.

Πού πάει συμαζωμένο, το έλεος να γυρέψει;
Ποιος άρχοντας θ’ ακούσει, ποια πόρτα θ’ ανοιχτεί;
Με τα’πραγα τα λόγια τί πάει να ζητιανέψει,
να γείρει να κλαυτεί;

Το τέρας της ανάγκης που τη ζωή του θλίβει,
νεκρώνει την αγάπη, μαραίνει τα’ αγαθά,
θα πάψει να τραντάζει το μαύρο του καλύβι,
το Χάρο να βοηθά;

Ω συνοδειά θλιμένη, του δίκιου τον αγώνα
σα θέλεις να κερδίσεις, μη σκύβεις και δειλιάς.
Και πως θα διαφεντέψεις με λυγισμένο γόνα
τη μοίρα της δουλειάς;

Τη δύναμή σου νιώσε κ’ υψώσου προς τον ήλιο.
Την πάναγνή σου ρώτησε, τη σιδερένια υγειά,
θεούς να τα λατρέψεις. Του κόσμου το βασίλειο
ζωντάνεψε, ραγιά.

Το πείσμα του δυνάστη, που τη χαρά μολεύει,
τα λούλουδα σκοτώνει, στερεύει την πηγή,
θα το συντρίψει, μάθε, το χέρι που δουλεύει
κι αναμετρά τη γη.

ΡΗΓΑΣ ΓΚΟΛΦΗΣ

(Αναδημοσίευση από τον οικοδόμο. Πατήστε στον σύνδεσμο για να διαβάσετε περισσότερα για το ποίημα και τον ποιητή)

Τρίτη 16 Οκτωβρίου 2012

ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΚΑΡΙΜΠΑΣ - «Έτι δέομαι σου»




Κύριε, είμαι ένας άθεος! Και είμαι αδερφός
του χαρτοπαίχτη, του μπεκρή. Και σάρκα έχω και αίμα.
Κι όπως εχώρισες εσύ τα σκότη από το φως
έτσι χωρίζω κι αγαπώ-απ΄ το σωστό-το ψέμα.
Το κρίμα θέλω! Είν’ όμορφη η αμαρτία. Πολύ
εσύ με θέλησες αγνόν-δεν είμαι, οι άλλοι, οι άλλοι,
οι εκπεσμένοι, οι αμαρτωλοί. Οι μούργοι-κι είν’ πολλοί-
τι τάχα λεν; κι είναι αδερφοί. Τι ξέρουν; Κι είν ‘μεγάλοι.
Και είμαι, Κύριε, άθεος. Και το κακό αγαπώ.
Κι εμέ μ’ αρέσει η ζαβολιά, η γυναίκα του κοντά μου,
τόσο, που ακόμα το φονιά-ανάγκη να το πω;-
τον έχεις κάμει όμοιον μου κι οστό απ’ τα οστά μου.
Κι είμ’ άθεος! Καρδίας συ που ετάζεις και νεφρούς,
πρόσεχε: αγαπώ πολύ τα «πλήθη αμαρτιών μου».
Συ που νεφέλας ανιστάς και ξαναζείς νεκρούς,
-στ’ άνθισμα.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΚΑΡΙΜΠΑΣ

Το ποίημα έγινε τραγούδι με μουσική του Θ. Ανεστόπουλου, χωρίς να κυκλοφορήσει σε δίσκο. Μπορείτε να το ακούσετε πατώντας εδώ.